Select Menu

ads2

ads2

Slider

Travel

ΘΕΟΦΙΛΟΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ


link για pchands

Performance

Cute

My Place

Racing

Videos

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

Εμφανιζόμενη ανάρτηση

ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ ΠΟΥ ΕΝΔΙΔΟΥΝ ΣΕ ΕΚΒΙΑΣΜΟΥΣ:

Δημοσιογραφόντας 46 χρόνια, από τον Οκτώβριο του 1973 και όντας Συντάκτης της Εφημερίδος του «ΜΑΧΗΤΗ ΤΟΥ ΚΙΛΚΙΣ» το 1980, ΥΠΌ ΤΟΝ ΑΕΊΜΝ...

» » ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΟΣ ΙΣΛΑΜΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΡΙΣΤΕΡΗ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ
«
Next
Νεότερη ανάρτηση
»
Previous
Παλαιότερη Ανάρτηση

 

Ενώ, ας πούμε, στην περίπτωση ενός ακροδεξιού εγκληματία κινητοποιείται αυτομάτως και φυσικά δίχως δομικές αναλύσεις το συναίσθημα του αριστερού, δεν συμβαίνει κάτι παρόμοιο όταν έχουμε ισλαμιστές δολοφόνους. Γιατί άραγε; Κάποιες σκέψεις.   

 Kάπου στις αρχές της δεκαετίας του 1970 ένα τμήμα των νέων στην Ευρώπη θα ανακαλύψει την ταύτιση με την παλαιστινιακή υπόθεση. Ήταν μετά τις στρατεύσεις για την υπόθεση του Βιετνάμ και τις αντιπολεμικές κινητοποιήσεις που χαρακτήρισαν την εκπνοή της δεκαετίας του 1960. Στους νέους ριζοσπαστικούς χώρους στη Δύση, η προτίμηση θα γείρει σαφώς προς την οργάνωση PFLP (Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης) του Ζορζ Χαμπάς, θεωρώντας, ήδη από τότε, την PLO του Αραφάτ συμβιβαστική και όχι επαρκώς μαχητική εναντίον του σιωνισμού. Φυσικά ήταν και η εποχή όπου οι πάντες δοκίμαζαν τρομοκρατικές μεθόδους, αεροπειρατείες ή άλλες μορφές αιματηρών αντιποίνων. Η ιδεολογική σύμπνοια στη βάση ενός αντισιωνισμού-αντιιμπεριαλισμού θα διαποτίσει πολλά από τα κινήματα της εποχής και ιδίως τη βάση της λεγόμενης νέας Αριστεράς στα δυο βασικά της παρακλάδια, μαοϊκά/μεταμαοϊκά και τροτσκιστικά. Συγχρόνως, όμως, ο φιλοσοβιετικός χαρακτήρας του αριστερού παλαιστινιακού κινήματος (δεν υπήρξε, απ’ όσο γνωρίζω, φιλοκινέζικος πόλος εκεί) θα διευκολύνει τη διεύρυνση των συμμαχιών ανάμεσα σε δυτικούς κομμουνιστές και ριζοσπάστες και σε αυτόν τον νέο, μαχητικό αντισιωνισμό και φιλοαραβισμό. Ο ορίζοντας αυτής της συμπόρευσης Αριστεράς και διαφόρων αραβικών-παλαιστινιακών ομάδων, υπό την υψηλή εποπτεία κάποιων κρατών και μυστικών υπηρεσιών (η ΕΣΣΔ, η Λιβύη, η Συρία θα παίξουν σημαντικό ρόλο σε όλο το πλέγμα κινήσεων) θα αρχίσει να υποχωρεί κατά την επόμενη δεκαετία. Κάποιες δυνάμεις θα επιλέξουν στο μεταξύ την αμιγή τρομοκρατία λειτουργώντας ως κανονικά εργαλεία του ψυχρού πολέμου και των κυνικών ενδοαραβικών ανταγωνισμών. Από την άλλη, τη δεκαετία του 1980, η γενικότερη παρακμή των μαρξιστικών λενινιστικών ιδεών και του κοσμικού εθνικισμού που επενδύθηκε σε αυτές θα δώσει τη θέση του στην ανάδυση του πολιτικού Ισλάμ που διεκδικεί να καθορίσει τη νέα σχέση των χωρών της μεσανατολικής περιφέρειας και της Ασίας με τη Δύση.

Έπειτα ήρθε η στιγμή της πρώτης Ιντιφάντα, η ίδρυση της Χαμάς του σεΐχη Αχμέντ Γιασίν, οι πόλεμοι στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν και, φυσικά, η ανάδυση της νέας οικουμενικής ισλαμιστικής τρομοκρατίας με την Αλ Κάιντα. Οι στρατιωτικές επεμβάσεις των Αμερικανών και των συμμάχων τους θα προσφέρουν αφορμές και τη δικαιολογία για να συνεχιστεί και να απλωθεί η αριστερή κατανόηση για όσους τα βάζουν με τον «Μεγάλο Σατανά». Ακόμα και για τον Οσάμα Μπιν Λάντεν –που δεν απέκτησε οπαδούς στην Αριστερά, μια και, πέραν των άλλων, η καταγωγή του από μια υπερπλούσια οικογένεια Σαουδαράβων ήταν τεράστιο μειονέκτημα– το πρώτο που λεγόταν είναι πως τον «κατασκεύασαν οι Αμερικάνοι» και πως, σε τελική ανάλυση, ο πόλεμός του με τη Δύση ήταν στάχτη στα μάτια για τη συγκάλυψη των αμοιβαίων ωφελημάτων τους. Η θέση περί δυο συμμετρικών κακών, του κόσμου των νέων καπιταλισμών και του κόσμου της τζιχάντ[1], των νεοφιλελεύθερων και των τζιχαντιστών, θα γίνει το άνετο καταφύγιο πολλών. Φυσικά, αν σκεφτεί κανείς πιο προσεκτικά πρόκειται για θέση που ουσιαστικά «ευπρεπίζει» τους τζιχαντιστές μετατρέποντάς τους σε απλό ιδεολογικό και πολιτικό αντίπαλο εντός του κόσμου μας. Ως τοποθέτηση όμως μπορούσε να προωθεί τη ριζική πολεμική στη νεοφιλελεύθερη Δύση, δίχως να παίρνει το μέρος των τζιχαντιστών. Ελάχιστοι φυσικά στην Αριστερά (εκτός από κάποιους τελείως περιθωριακούς) θα επικροτήσουν ανοιχτά το χτύπημα στους Διδύμους Πύργους ή άλλες μαζικού τύπου επιθέσεις του νέου ισλαμισμού μετά το 2000. Όχι τουλάχιστον τα χτυπήματα με θύματα πολίτες. Αντιθέτως, μέσα στη ριζοσπαστική κοινή γνώμη ο θάνατος στρατιωτικών, αστυνομικών και εν γένει κρατικών στόχων θεωρούνταν, σε μεγάλο βαθμό, δικαιολογημένος ηθικά. Και στους ανεπίσημους ή ημιεπίσημους διαύλους της αριστερής γνώμης, στο κλίμα των συζητήσεων, θα είναι κυρίαρχη η εκδοχή περί του ισλαμισμού ως ανταπάντησης, έστω λάθος αλλά πάντως κατά βάση αμυντικής αναδίπλωσης η οποία προκαλείται και χρεώνεται στα ανομήματα των Δυτικών. Η αναπαραγωγή του αντιιμπεριαλιστικού λόγου των μεταπολεμικών δεκαετιών θα συνεχιστεί λοιπόν απρόσκοπτη τουλάχιστον στα δημόσια συναισθήματα πολλών αριστερών. Κάτι φαίνεται να αλλάζει την πενταετία της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ με τις πολύ καλές σχέσεις που θα υπάρξουν με το Ισραήλ και τη σημαντική συμβολή αριστερών ιστορικών και ερευνητών στο θέμα της εβραϊκής μνήμης και του Ολοκαυτώματος. Σε αυτό έπαιξε ρόλο και η υπόθεση της Χρυσής Αυγής, και φυσικά η παρουσία ενός ψεκασμένου αντιεβραϊσμού στη βάση της λαϊκής Δεξιάς και Ακροδεξιάς, μέσα από τη μυθολογία του συνωμότη-ανθέλληνα-Σόρος και άλλα μοτίβα. Έτσι, ένα τμήμα της διανοούμενης Αριστεράςμ και ειδικά το πιο ευαίσθητο σε κάποια ζητήματα του ακροδεξιού αντισημιτισμού, θα έχει αποστάσεις πλέον από εκείνες τις τάσεις που έφτασαν να εντάσσουν τη Χαμάς στη διεθνή Αριστερά! Όμως δεν ήρθε ποτέ πραγματική ρήξη με τις στερεότυπες προσεγγίσεις των μεσανατολικών συγκρούσεων, πόσο μάλλον μια αριστερή συζήτηση για τις ευθύνες του σύγχρονου πολιτικού Ισλάμ για την επανεμφάνιση αντισημιτικών πράξεων και ενός αντίστοιχου φόβου σε πόλεις της Ευρώπης. Αντιθέτως, η συμβατική αριστερή ανάγνωση του σύγχρονου αντισημιτισμού και αντιεβραϊσμού απομονώνει και στέκεται μόνο στις ακροδεξιές και νεοναζιστικές του πηγές αποσιωπώντας ή υποτιμώντας όλες τις άλλες κοίτες του αντισημιτισμού[2]. Και εκεί που δεν υπήρξε καμιά συναισθηματική/πολιτική εγγύτητα (ειδικά στην περίπτωση της Αλ Κάιντα και πολύ περισσότερο του Ισλαμικού Κράτους) εισχώρησε, παρ’ όλα αυτά, ο ψυχρός μηχανισμός μιας πολιτικής συνωμοσιολογίας: αν αυτοί είναι όντως κακοί, η κακότητά τους οφείλεται στο ότι παίζουν το παιχνίδι ή στο ότι εξυπηρετούν τα σχέδια των μοναδικών κακών της Ιστορίας, του καπιταλισμού/ιμπεριαλισμού. Αν δεν είναι απλώς «λίγοι διαταραγμένοι», είναι ασφαλώς ύποπτοι και όργανα σκοτεινών συμφερόντων. Αν ακόμα και τώρα ο τρομοκράτης της Νίκαιας και του Παρισιού είναι κακός, είναι και διότι με τις πράξεις του επιτρέπει στο γαλλικό νεο-αποικιακό κράτος να προσποιείται την «εθνική κοινότητα», ενώ φυσικά είναι κράτος ρατσιστικό, ισλαμοφοβικό κ.ο.κ. Με άλλα λόγια, για την περιρρέουσα ευαισθησία μέσα στην Αριστερά, το πολιτικό και ανθρώπινο κακό πρέπει να είναι ουσιωδώς μονοφωνικό και μονότροπο: δυτικό, νεοφιλελεύθερο ή έστω φασιστικό, όρος που σε αυτό το περιβάλλον σημαίνει απλώς μια ακραία προβολή της κανονικής, συντηρητικής ή «συστημικής» ταυτότητας. Οτιδήποτε άλλο –από την Μπόκο Χαράμ έως τον αποκεφαλιστή του Σαμιέλ Πατύ, από στρατιωτικοθρησκευτικές σέχτες ή μικρούς πυρήνες– είναι κυρίως «ενεργούμενο», παρεπόμενο ή δευτερογενές προϊόν μιας δυτικής φαυλότητας. Άλλοτε αντανάκλαση μιας ιμπεριαλιστικής επέμβασης, άλλοτε στην ακολουθία των παλαιότερων αποικιοκρατικών ωμοτήτων ή κάποιων προσβολών σε βαθύτερες ευαισθησίες. Δεν είναι τυχαίο, που ο αθεϊσμός ορισμένων υποχωρεί όταν πρέπει να αναγνωριστεί το γεγονός πως κάποιοι πληγώνονται στα πιστεύω τους. Και αυτοί είναι οι μουσουλμάνοι, όχι οι «λευκοί καθολικοί», ούτε άλλοι εκπρόσωποι των θρησκειών του Αποικιοκράτη.

Συνοψίζοντας: η αρχική αφετηρία της κατανόησης ανάμεσα σε αριστερούς χώρους και στο ριζοσπαστικό Ισλάμ[3] πάει πίσω στην εξαιρετικά αμφίβολη αντίληψη περί συνέχειας ανάμεσα στον κοσμικό αντιιμπεριαλισμό και στις νέες θρησκευτικές εκδοχές ριζοσπαστισμού. Ο κοινός μυθολογικός και πολιτικός άξονας αυτής της στάσης είναι η έννοια της αντίστασης και δευτερευόντως της αντίδρασης ως κάποιου είδους απάντησης σε μια πρωταρχική και ασύγκριτη βία, βία που στην αριστερή φαντασία και ανάλυση εντάσσεται πάντα στο δίπολο Κυρίαρχος/Κυριαρχούμενος. Δίχως αυτό το δίπολο και την ενεργοποίησή του στο φόντο κάθε γεγονότος, ο αριστερός δεν μπορεί να αρθρώσει κουβέντα: σαν να μην έχει θέμα και να μην τον ενδιαφέρει το ζήτημα.

 

 

ΙΙ

Η δεύτερη πηγή της προσέγγισης αριστερών και πολιτικού Ισλάμ δεν ακολουθεί τόσο το αντιιμπεριαλιστικό και αντιαποικιακό νήμα της δεκαετίας του 1960 όσο τη στάση έναντι των πληθυσμών μουσουλμανικού θρησκεύματος που κατοικούν από δεκαετίες στην Ευρώπη ή φτάνουν ως πρόσφυγες και μετανάστες στις ευρωπαϊκές χώρες. Είναι νομίζω αυτή η πηγή που έχει μεγαλύτερους κινδύνους διότι στηρίζεται σε μία εύλογη ανησυχία. Για έναν αριστερό, οιασδήποτε απόχρωσης, όπως και για έναν πολιτικά φιλελεύθερο και κεντρώο πολίτη, οι θρησκευτικές και πολιτισμικές διενέξεις είναι πράγματα επίφοβα. Ο στιγματισμός ομάδων του πληθυσμού για τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις ή οι άκριτες γενικεύσεις σε σχέση με τη συμπεριφορά των μουσουλμάνων συνδέονται εξάλλου με τη λεγόμενη ταυτοτική Δεξιά και την Ακροδεξιά. Αυτό σημαίνει –και είναι απόλυτα φυσικό– πως ένας προοδευτικός πολίτης πρέπει να έχει το νου του για τις πολιτικές φορτίσεις ορισμένων ζητημάτων. Από εκεί και πέρα, όμως, πώς διαμορφώνει κανείς τη δική του στάση; Με ποιους όρους αναγνωρίζει κάποιες πραγματικότητες δίχως να λογοκρίνει τα ίδια τα γεγονότα; Αυτό το κενό αναγνώρισης κάποιων νέων πραγματικοτήτων και η επιμονή πολλών αριστερών να τις αρνούνται ενισχύει προφανώς τις πιο χοντροκομμένες και ωμές εκδοχές Ακροδεξιάς.

Ας πάμε όμως κάπου αλλού: σε τμήματα των αριστερών, οικολογικών ή και leftliberalχώρων επικρατεί εδώ και καιρό μια θετική ιδέα περί πολυπολιτισμικού υβριδισμού[4]. Μετά τις συμπαγείς, «λευκές» εργατικές και λαϊκές ταυτότητες, η σύγχρονη Αριστερά, και κυρίως η διανόησή της, προσδοκά σε μια πολυποίκιλη υποκειμενικότητα όπου οι επιμέρους διαστάσεις (φυλή, κοινωνικό φύλο, θρησκευτικές ή πολιτισμικές εντάξεις) θα συντονίζονται σε χαλαρά projects αλληλεγγύης και εναντίωσης στον κοινό εχθρό. Σε μερίδες των φιλελεύθερων επίσης, αυτό που προέχει είναι η διαφύλαξη των διαφορών και η συμφιλίωση με το γεγονός πως στις κοινωνίες μας θα υπάρχουν και όσοι δεν συμμερίζονται ανεκτικές, φιλελεύθερες ή οικουμενιστικές και διαφωτιστικές αξίες. Aυτοί οι φιλελεύθεροι του «μωσαϊκού»[5] και της ετερότητας θεωρούν πως η ίδια η έννοια μιας ισχυρής πολιτικής κοινότητας είναι ένας παλιομοδίτικος αυταρχικός ρεπουμπλικανισμός ή ο αιώνια μεταμφιεσμένος γαλλικός σωβινισμός. Με άλλα λόγια, συγχέουν (σκόπιμα ενίοτε, όταν πρόκειται για χαιρέκακα αγγλοσαξονικά media) την εθνική κοινότητα με την εθνοτική και θρησκευτική ομοιογένεια, παραβλέποντας πως όταν ο γάλλος Πρόεδρος αναφέρει την «εθνική κοινότητα» ως μία και μοναδική κοινότητα[6] δεν εννοεί αυτή των λευκών ή των καθολικών Γάλλων αλλά όσων αναγνωρίζονται στη δημόσια σφαίρα κάποιων βασικών αξιών, ενώ την ίδια στιγμή διατηρούν και καλλιεργούν τις ιδιωτικές, πολιτισμικές, εθιμικές εμπειρίες τους ως ελεύθερα πρόσωπα.

Υπάρχει όμως πια μια στάση που φτάνει να υποστηρίζει την αυτολογοκρισία ενός σκιτσογράφου ή ενός συγγραφέα για να μη θιγούν οι ευαισθησίες μιας συγκεκριμένης πολιτικής-θρησκευτικής ταυτότητας. Όταν σε αυτή τη στάση υπεισέρχεται και ο κεκτημένος αντι-ιμπεριαλισμός, η αλληλεγγύη στους μουσουλμάνους που μπορεί να είναι και πρόσφυγες ή να αντιπροσωπεύουν ευάλωτους οικονομικά πληθυσμούς σε προάστια ευρωπαϊκών πόλεων φτάνει εύκολα ώς τη συμπόρευση με οργανώσεις και δίκτυα που έχουν προγραμματικό στόχο τη διάδοση του ριζοσπαστικού Ισλάμ στις ευρωπαϊκές χώρες. Παράλληλα, ένας προοδευτικός κόσμος, που επί χρόνια έχει αφιερωθεί σε δράσεις αλληλεγγύης σε προσφυγικούς και μεταναστευτικούς πληθυσμούς, δυσκολεύεται να σταθεί κριτικά, πόσο μάλλον να αντιταχτεί σε αντιλήψεις και πρακτικές που μπορεί να έχουν άνθρωποι οι οποίοι, από άλλη άποψη, έχουν βασανιστεί στη ζωή τους. Η ηθική εγγύτητα προς τα δράματα που συμβαίνουν στις ακτές της Μεσογείου και σε άλλα μέρη του κόσμου φέρνει αμηχανία σε αριστερούς οι οποίοι δεν σηκώνουν μύγα στο σπαθί τους για τους υπερσυντηρητικούς της Δύσης, θα επιλέξουν όμως να σιωπήσουν, να δικαιολογήσουν και προπαντός να μη θίξουν τους αυταρχικούς του Ισλάμ. Αυτές οι χρόνιες ασυνέπειες και οι διχασμοί έχουν οδηγήσει (όχι, δυστυχώς, στην Ελλάδα, απ’ όσο ξέρω) στην αποσκίρτηση φεμινιστριών και άλλων αγωνιστών των δικαιωμάτων από μια πολιτική Αριστερά που δεν τους επιτρέπει να αρθρώσουν την αγωνία και τη λύπη τους για όσα έχουν δει με τα μάτια τους και έχουν διαπιστώσει είτε σε περιβάλλοντα σε πόλεις της Ευρώπης είτε σε τρίτες χώρες όπου δραστηριοποιήθηκαν[7].

Εδώ μπορεί να σταθεί κανείς σε κάποιες διαφορές ανάμεσα στις παραδοσιακές και στις σύγχρονες γενιές αριστερών. Στην παλιά, «ορθολογιστική» και ταξική Αριστερά υπήρχε πάντα η μέριμνα για μορφωτική και ιδεολογική καθοδήγηση με στόχο τον παραμερισμό αρχαϊκών και αντιδραστικών-μεσαιωνικών αντιλήψεων και πρακτικών. Αυτό έκανε τους αριστερούς, ακόμα και τους πιο απλοϊκούς σταλινικούς, να θεωρούν πως είναι οι κληρονόμοι της αστικής διαφωτιστικής οικουμενικότητας αλλά και του πολιτικού πατριωτισμού (σε αυτό το σημείο απέκλιναν προφανώς οι τροτσκιστικές και αναρχικές «αντιπατριωτικές» παραδόσεις). Στη σύγχρονη Αριστερά όμως –όπως και σε μεγάλα τμήματα της πολιτικής οικολογίας και του leftliberal χώρου– η μάχη εναντίον αρχαϊκών και αντινεωτερικών ιδεών και μορφών ζωής θεωρείται πλέον προβληματική, αν όχι ξεπερασμένη. Επικρίνεται ως κατάλοιπο ευρωκεντρικών προκαταλήψεων ή και απορρίπτεται ως προκάλυμμα της λευκής-δυτικής υπεροχής και των πολιτιστικών φαντασιώσεων της αποικιοκρατίας. Παρά το ότι φυσικά αποδοκιμάζονται οι αντιφεμινιστικές ή ομοφοβικές και εχθρικές προς τα ατομικά δικαιώματα αντιλήψεις των ισλαμισμών, αυτή η καταδίκη σχετικοποιείται παρευθύς με τη γενικόλογη αποστροφή προς διάφορους συντηρητικούς λόγους, λ.χ. προς την πλευρά των καθολικών, των ορθόδοξων ή των ανδροκρατικών και σεξιστικών ηθών που μπορεί να εντοπιστούν σε παραδοσιακά κοινά της χώρας μας. Ορισμένες προβληματικές συγκρίσεις λειτουργούν έτσι ως ισοσταθμίσεις δεινών: ναι, οι τζιχαντιστές είναι κακό πράγμα αλλά δείτε και τους «δικούς μας Αγιατολάχ». Φυσικά, το γεγονός πως μπορεί κανείς να γράψει άνετα έξω από μια εκκλησία της θεούσας Θεσσαλονίκης κάτι σαν σκατά στο παπαδαριό ή οτιδήποτε παρόμοιο –δίχως την παραμικρή συνέπεια– ενώ ο φανατικός ισλαμιστής θα σκότωνε για κάτι απείρως ελαφρύτερο, αυτό δεν φαίνεται να μπαίνει στο λογαριασμό. Η εύλογη υπόθεση πως όλοι οι φανατισμοί έχουν έναν πυρήνα που μπορεί να οδηγήσει στη δολοφονία αθώων ανθρώπων χρησιμοποιείται, καταχρηστικά, σαν απόδειξη της ισοδυναμίας των δικών μας ορθόδοξων συντηρητισμών με τον ακραίο ισλαμισμό, τη σαρία, τους λιθοβολισμούς κ.λπ. Στην ουσία, είναι ένας συλλογισμός που χρησιμοποιείται απλώς για να αφαιρέσει από τη συζήτηση την ιδιαιτερότητα ενός φαινομένου, εντάσσοντάς το σε μια γενικότερη κατηγορία όπου αναγνωρίζουμε και φιγούρες του δικού μας βιωματικού περίγυρου, κυρίως από το πεδίο των ευσεβιστικών και υπερσυντηρητικών κύκλων της ορθοδοξίας. Με αυτή τη τεχνική μπορεί κανείς να σώσει τα προσχήματα μιας ηθικής καταδίκης ανοίγοντας συγχρόνως όλα τα κεφάλαια του φανατισμού, της στενότητας, του δογματισμού και της βίας, με τρόπο που θολώνει τα νερά.

Υπάρχει εδώ κάτι πιο βαθύ, ιδίως όταν προσπαθούμε να καταλάβουμε τη δυσκολία, τη δυσχέρεια ή και το θυμό του αριστερού όταν η ζωντανή πραγματικότητα αναδεικνύει το πρόβλημα μιας ισλαμιστικής απειλής – τόσο στην τρομοκρατική εκδοχή όσο και όταν τούτη η απειλή παίρνει τη μορφή μιας πιο «ήπιας» παρέμβασης με λογοκριτικά αιτήματα ή με πιέσεις που αποσκοπούν στην οπισθοχώρηση της φιλελεύθερης δημοκρατίας και στο συμβιβασμό της με απαράδεκτες αξιώσεις[8].

Αυτό το βαθύτερο πρόβλημα είναι η κατηγορηματική άρνηση του αριστερού να αναγνωρίσει εχθρό (ή έστω αντίπαλο) τόσο σε χώρους που θεωρεί πως παραπέμπουν σε κοινωνικά ευάλωτους ή φτωχούς κόσμους όσο και σε ιδέες και πράξεις που δεν συνδέονται με την καπιταλιστική ιδεολογία και τις κυρίαρχες αξίες της. Έτσι κάτι που μπορεί να προέρχεται από προσφυγικά κύματα ή περιοχές του κόσμου οι οποίες δεν καταλαμβάνουν τις πρώτες θέσεις στον παγκόσμιο καταμερισμό δεν μπορεί να είναι εχθρικό ούτε αληθινά κακό. Στις τρέχουσες συζητήσεις στη χώρα μας θα ακούσει κανείς για τους Άραβες κροίσους με τα κότερα στη Μύκονο («μα γιατί δεν λένε τίποτα γι’ αυτούς τους πλούσιους Ουαχαμπίτες;»), όταν όμως το θέμα στραφεί ενδεχομένως στους τζιχαντιστές των Βρυξελών ή του Παρισιού αρχίζουν τα σοφίσματα, η στρεψοδικία και η ψιλή αναγωγή στις ευθύνες των δυτικών κρατών. Ένας πρόσφυγας δεν μπορεί να είναι τρομοκράτης, και αν κάποια στιγμή αποδείχτηκε πως υπήρξε αυτό σημαίνει πως η απόγνωση τον έκανε αυτό που είναι και όχι κάποια ιδεολογία, ούτε καν μια θρησκεία-ιδεολογία. Η απόγνωση πάει να γίνει ένας καθολικός εξηγητικός μηχανισμός που κολλάει σε γόνους μεσοαστών οι οποίοι κάνουν βανδαλισμούς λεωφορείων ή ακόμα και σε τζιχαντιστές που φτάνουν να σκοτώσουν με ματσέτες.

Η παραπάνω στάση φέρνει στο νου την παλαιότερη (πάντα, όμως, σε ισχύ) άποψη που έλεγε: «όχι εχθροί στα αριστερά». Ακόμα και πεπεισμένοι σοσιαλιστές και δημοκράτες ευρωκομμουνιστές είχαν επί πολλά χρόνια αμηχανία και δυσχέρεια να αναγνωρίσουν ως εχθρικές κάποιες δυνάμεις που βρίσκονταν στα «αριστερά». Αργότερα, όταν εμφανίστηκε η ριζοσπαστική λαικιστική Αριστερά στη version του ΣΥΡΙΖΑ, η προηγούμενη αμηχανία έγινε απλώς ανενδοίαστη απόρριψη κάθε καταδίκης της αριστερής πολιτικής βίας. Αν και επικρίνονταν οι βίαιες επιλογές ως ατελέσφορες ή πολιτικά αδιέξοδες, υπήρχε πάντα μια διάθεση εξευγενισμού και ιδεαλιστικού εξαγνισμού στη βάση της κοινής ηθικής εναντίωσης στο σύστημα.

Κάτι παρόμοιο παρατηρεί λοιπόν κανείς στη σημερινή Γαλλία ή στη Βρετανία στην Αριστερά, σε σχέση τους ριζοσπάστες ισλαμιστές και τη δική τους «αντιπολίτευση» στις κοσμικές και φιλελεύθερες αρχές. Ενώ από κάθε άποψη – από την άποψη του οράματός τους για την αναμορφωμένη, ισλαμική Ευρώπη του μέλλοντος– ο χώρος των ριζοσπαστών ισλαμιστών μοιάζει πολύ περισσότερο με την Ακροδεξιά, πολλοί μέσα στην Αριστερά επιμένουν να προβάλλουν εκεί ό,τι προέβαλλαν και στους αριστερούς εξτρεμιστές κάποιες δεκαετίες παλαιότερα. Αντί να δουν τις προφανείς ομοιότητες των ισλαμιστών με τους ακροδεξιούς βομβιστές και μαχαιροβγάλτες των νεοφασιστικών οργανώσεων της εποχής του ’70 και του ’80, προτιμούν να αναπαράγουν τα περί νεοαποικιοκρατικής Γαλλίας και να παραπέμπουν όλες τις κριτικές στο ριζοσπαστικό Ισλάμ στην κατηγορία ενός ισλαμοφοβικού λόγου, έστω του «φιλελεύθερου» και όχι του ακροδεξιού[9].

 

 

ΙΙΙ

Σαν συμπέρασμα. Και από τις δυο πηγές του, τόσο τον αντιιμπεριαλισμό των κεκτημένων αναλύσεων και των αναμνήσεων, όσο και την πιο σύγχρονη υποδοχή του Ισλάμ ως πολιτισμικής ταυτότητας των απόκληρων ή καταπιεσμένων, φτάνουμε περίπου στο ίδιο αποτέλεσμα. Η πλειονότητα της σύγχρονης Αριστεράς και των ανθρώπων της, ιδίως των διανοούμενων και των δικτύων της, δεν μπορεί και τελικά δεν επιθυμεί να δει την πολλαπλότητα των πολιτικών και κοινωνικών δεινών. Για παράδειγμα, ακόμα δυσκολεύεται να δει τα ζητήματα ασφάλειας των σωμάτων και των ιδεών στα πανεπιστήμια ως σημαντικά για κάθε αίσθηση δικαίου και αξιοπρέπειας. Διάφορα γεγονότα σπάνε αυτή την απώθηση και ωθούν σε μετατοπίσεις, όμως όλο αυτό χαρακτηρίζεται από πολύ μεγάλες παλινωδίες και χάσματα. Πιθανότατα, στην πιο λαϊκή της βάση να σκέφτονται διαφορετικά, όμως η προς τα έξω εικόνα δεν το επιβεβαιώνει. Αν ο αριστερός αναγνωρίσει εν τέλει ως σημαντικό πρόβλημα για την Ευρώπη και τη σύγχρονη ζωή γενικά και την επιθετικότητα του πολιτικού Ισλάμ, θα θεωρήσει πως, με κάποιον τρόπο, «υποχώρησε» στο μέτωπο κατά των ακροδεξιών. Αν πάλι αισθανθεί ότι, μαζί με τον εμπρηστή μιας προσφυγικής δομής, πρέπει να βάλει στο κάδρο και τον εμπρηστή εκκλησιών και αυτόν που διδάσκει το μίσος σε σαλαφιστικά τζαμιά ή τον πρόθυμο να σκοτώσει γιατί πρόσβαλαν τον Προφήτη του, τότε θα έχει την αγωνία μην κατηγορηθεί, όπως ο Walzer, ότι αποξενώνεται από τη «φυλή των αριστερών» και τις δικές της αγωνίες. Αν σταθεί λίγο περισσότερο στην ελευθερία της σάτιρας και της κριτικής θα έχει το άγχος μήπως κάποιος σύντροφος τον ψέξει για υποταγή στον δυτικισμό και στο νεο-αποικιακό φαντασιακό των «ισλαμόφοβων».

Η ιδέα ότι υπάρχει μια κλίμακα του ανθρώπινου κακού και ότι όλες οι επιμέρους εκδηλώσεις αδικοπραξίας εκπορεύονται από ένα διαβολικό Πρώτο Κινούν Αίτιο (τον καπιταλισμό/ ιμπεριαλισμό), είναι η ιδέα η οποία τελικά «μπλοκάρει» και απαγορεύει στον αριστερό να συγκλονιστεί από όσα έγιναν στο όνομα του ριζοσπαστικού Ισλαμισμού τα τελευταία χρόνια. Πολλοί φυσικά δεν παύουν να τονίζουν την ανάγκη για συγκεκριμένες ιστορικοπολιτικές ή κοινωνικές αναλύσεις για τα ισλαμιστικά κινήματα. Λένε –και σωστά– πως μια αφηρημένη ηθική και πολιτική στάση δεν αρκεί αν δεν συνοδεύεται από την απάντηση στο «γιατί», στις αιτιώδεις αλληλουχίες και στις κατά περίπτωση αναλύσεις των συμφραζομένων. Και ηχεί καλά αυτή η ευαισθησία για την ανάλυση δεδομένων και τα εργαλεία των κοινωνικών επιστημών. Όμως, όλη αυτή η σπουδή «ιστορικοποίησης» χρησιμοποιείται πολύ συχνά για να κρύψει την απουσία ουσιαστικής ηθικής - πολιτικής και ανθρώπινης αντίδρασης. Ενώ, ας πούμε, στην περίπτωση ενός ακροδεξιού εγκληματία κινητοποιείται αυτομάτως και φυσικά δίχως δομικές αναλύσεις το συναίσθημα του αριστερού, δεν συμβαίνει κάτι παρόμοιο όταν έχουμε ισλαμιστές δολοφόνους.

Η λύση σε αυτό το αδιέξοδο περνά από την αναγνώριση και τη διαρκή εγρήγορση γύρω από την ποικιλία των δημόσιων και ηθικών απειλών κατά της δημοκρατίας και της ελευθερίας. Γι’ αυτό όμως θα χρειαζόταν η παραδοχή ότι υφίστανται όντως πολλά άκρα και όχι μόνο ένα – υπόθεση που επιβεβαιώνεται συνεχώς από την εμπειρία μας, γι’ αυτό η άρνησή της μοιάζει πλέον με κωμικοτραγικό πείσμα. Ίσως όμως να είναι πολύ δύσκολη έως αδύνατη τούτη η παραδοχή. Για ιστορικούς, συναισθηματικούς και θεωρητικούς λόγους που αφορούν τον τρόπο με τον οποίο ένας χώρος αντιλαμβάνεται τελικά τη θέση του μέσα στο πολιτικό σύστημα. Μερικές φορές, και για κάποια ζητήματα, είναι τόσο μεγάλα τα εσωτερικά εμπόδια και οι λογής βουβαμάρες, που σηκώνει κανείς τα χέρια και ελπίζει μόνο στις γενναίες εξαιρέσεις. Ας πολλαπλασιαστούν λοιπόν οι εξαιρέσεις, οι αμφιβολίες και οι διαφωνίες – έως ότου διαμορφωθεί μια πιο ώριμη πολιτική κοινότητα ικανή να υπερασπίζεται τον εαυτό της από τους ολοκληρωτισμούς.

 


[1] Βλ. το κάποτε επιδραστικό βιβλίο του Benjamin Barber, Jihad vs McWorld, Ballantine Books, 1996, όπου προβάλλεται η διαλεκτική του κόσμου των Mc και του τζιχαντισμού, θέση που θα διαχυθεί και πιο απλουστευμένη μέσα στα αριστερά ακροατήρια.

[2] Για τον αντισημιτισμό στην αριστερά έχει υπάρξει ήδη πλούσια βιβλιογραφία που ανατρέχει στους δυο τελευταίους αιώνας, από τον πρώιμο σοσιαλισμό μέχρι τις σημερινές πανεπιστημιουπόλεις με τις διάφορες φυλές του ριζοσπαστισμού. Στέκομαι στο πολύ τεκμηριωμένο βιβλίο του κοινωνιολόγου David Hirsh, Contemporary Left Antisemitism, Routledge, 2017.

[3] Μια σημαντική συζήτηση για το θέμα είχε ανοίξει ο αριστερός κοινοτιστής φιλόσοφος MichaelWalzer στο περιοδικό Dissent(χειμώνας του 2015) αναπτύσσοντας μια κριτική στην αποτυχία της Αριστεράς να συνδυάσει ισορροπημένα την κριτική στον ιμπεριαλισμό και τη μέριμνα για τις ελευθερίες. Το κείμενό του συνάντησε φυσικά ενστάσεις και την απάντηση του AndrewF. March, στο κείμενο του οποίου αποτυπώνονται όσα γράφτηκαν κατά καιρούς στην Ελλάδα και από διανοούμενους της Αριστεράς όπως ο Αντώνης Λιάκος. Το βασικό επιχείρημα του March είναι ότι ο Γουόλτσερ «αποτυγχάνει να προσφέρει μια μη ταυτολογική ανάλυση της ανόδου του Ισλαμισμού» και δεν προχωρά στην «συγκεκριμένη πολιτική ανάλυση της ανόδου του ριζοσπαστικού Ισλαμισμού». Ο Μarch κατηγορεί τον Γουόλτσερ ότι ενώ λέει ότι μιλά από τη σκοπιά του αριστερού, δεν συμμερίζεται τα συναισθήματα και τις αγωνίες, ούτε κινείται από τους ίδιους «ηθικούς και συγκινησιακούς ρυθμούς» της φυλής των αριστερών (Left’sglobaltribe). Κυρίως όμως ο March (όπως οι πλείστοι αντίστοιχοι στην ελληνική σκηνή) επικρίνει τον Γουόλτσερ ότι στην προσέγγισή του παράγοντες όπως η αποικιοκρατία, ο ιμπεριαλισμός και ο παγκόσμιος καπιταλισμός δεν παρουσιάζονται ως σημαντικοί παρά μόνο ως κουσούρια στο βλέμμα της Αριστεράς για το Ισλάμ. Με άλλα λόγια, η αποξένωση από τα συναισθήματα των αριστερών συνυπάρχει με την απομάκρυνση από τους αιτιοκρατικούς και εξηγητικούς κοινούς τόπους της ριζοσπαστικής Αριστεράς – οπότε αυτή η διττή αμαρτία εξηγεί ότι ο Γουόλτσερ βασικά καταδικάζει ηθικά δίχως να κατανοεί το αντικείμενό του. https://www.dissentmagazine.org/article/islamism-and-left-exchange

[4] Μια πολύπλευρη σύνοψη που επιστρέφει σε έναν όρο την πατρότητα του οποίου διεκδικεί ο ίδιος, βρίσκουμε και στο πρόσφατο κείμενο του φιλοσόφου Pierre-AndréTaguieff, “Auxsourcesdel’ ‘islamo-gauchisme’”, Libération, 26/10/2020.https://www.liberation.fr/debats/2020/10/26/aux-sources-de-l-islamo-gauchisme_1803530

[5] Για τα επιχειρήματα ενός modusvivendi φιλελευθερισμού (που κινείται μεταξύ φιλελευθερισμού και ρεαλισμού), βλ. μεταξύ άλλων, JohnHorton, ManonWestphal, UlrichWillems (επιμ.), ΤhepoliticaltheoryofmodusVivendi, Springer, 2018.

[6] Σύμφωνα με τις δηλώσεις του Εμμανουέλ Μακρόν μετά την τρομοκρατική ενέργεια στη Νίκαια όπου δολοφονήθηκαν τρεις άνθρωποι από έναν Τυνήσιο. Το απόσπασμα για την εθνική κοινότητα έχει ως εξής: «Τέλος είναι επίσης ένα μήνυμα ενότητας. Στη Γαλλία δεν υπάρχει παρά μία κοινότητα, η εθνική κοινότητα. Θέλω να πω σε όλους τους συμπολίτες μας, όποια κι αν είναι η θρησκεία τους, είτε πιστεύουν είτε όχι, ότι οφείλουμε τούτες τις στιγμές να ενωθούμε και να μην υποκύψουμε καθόλου στο πνεύμα της διαίρεσης».

[7] Γνωστή φιγούρα της φεμινιστικής άκρας Αριστεράς, η ChristineDelfy(που έχει οπαδούς και στην Ελλάδα), έχει φτάσει στο σημείο να χαρακτηρίσει «ρατσιστικούς» τους νόμους της Γαλλικής Δημοκρατίας απέναντι στα θρησκευτικά σύμβολα και να κατακρίνει τις ιρανές γυναίκες που καταγγέλλουν την καταπίεσή τους. Βλ. Christine Delfy, “Feminists are failing Muslim Women by supporting racist French Laws’’, The Guardian, 20 Ioυλίου 2015. Απέναντι στον λόγο της Delphyκαι του ρεύματος που αντιπροσωπεύει, συναντούμε φωνές ενός κριτικού φεμινισμού που συμμαχεί με τον αγώνα των Τυνήσιων, των Ιρανών, των Αλγερινών κ.λπ. γυναικών εναντίον της θρησκευτικής τυραννίας και των εκπροσώπων της.

[8] Η πίεση που ασκείται στους καθηγητές λυκείου σε πολλά προάστια του Παρισιού είναι ένα από τα ζητήματα που ήρθε τραγικά στην επιφάνεια με την άγρια δολοφονία του Σαμουέλ Πατύ. Το ακρότατο γεγονός αποκάλυψε ό,τι ήταν ήδη γνωστό εδώ και χρόνια: ότι υπάρχει πια ζήτημα ασφάλειας των εκπαιδευτικών και ελευθερίας της διδασκαλίας. Δίπλα και παράλληλα με τα κλασικά ζητήματα κοινωνικών ανισοτήτων και μορφωτικών χασμάτων. Το να κρύβεις τα μεν (προβλήματα στοιχειώδους ασφάλειας και ελευθερίας) για να υπερ-προβάλλεις ή να ζουμάρεις ιδεολογικά μόνο στις ανισότητες είναι το χαρακτηριστικό γνώρισμα μιας ορισμένης Αριστεράς και των ιδεολογικών της μηχανισμών.

[9] Αυτή βέβαια η διάκριση ανάμεσα σε φιλελεύθερες ή ρεπουμπλικανικές ανθρωπιστικές κριτικές στον Ισλαμισμό ως ιδεολογία και στην αντιμουσουλμανική γενίκευση ή στον πολιτισμικό ρατσισμό της νέας άκρας Δεξιάς δεν ακολουθείται από τους περισσότερους αριστερούς στη δημόσια σφαίρα. Γι’ αυτούς υπάρχει, ως γνωστόν, ένα περίπου ενιαίο πεδίο από το «ακραίο Κέντρο» έως την Ακροδεξιά, από την Κεντροδεξιά έως τη Χρυσή Αυγή. Αυτή είναι η αλήθεια –ο τρόπος σκέψης– στην Αριστερά και όχι κάποιες πιο προσεκτικές κριτικές όπου αναγνωρίζονται οι σημαίνουσες διαφορές. Μια ταξινόμηση συναντά κανείς στην ελληνική συμβολή στο Πρόγραμμα με τον τίτλο Countering Islamophobia through the Development of Best Practice in the use of Counter-Narratives in EU Member States (χρηματοδοτημένο από το REC, Rights, Equality, Citizenship, της Ευρωπαϊκής Ένωσης). Οι συγγραφείς της ελληνικής έκθεσης Ματίλντα Χατζηπαναγιώτου και Ιάσονας Ζαρικός, στο Workstream I. Dominant islamophobic narratives, επικεντρώνονται κυρίως στο πεδίο της άκρας Δεξιάς, αλλά αναγνωρίζουν διάφορες μορφές ισλαμοφοβίας, μια συντηρητική και μια φιλελεύθερη επίσης, ρίχνοντας τα βέλη τους κυρίως στη Σώτη Τριανταφύλλου και δευτερευόντως στον Τάκη Θεοδωρόπουλο.

https://cik.leeds.ac.uk/wp-content/uploads/sites/36/2017/07/2017.07.25-WS1-Greece-Final-1-1.pdf



https://infognomonpolitics.gr/


About ΤΕΟ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ

This is a short description in the author block about the author. You edit it by entering text in the "Biographical Info" field in the user admin panel.
«
Next
Νεότερη ανάρτηση
»
Previous
Παλαιότερη Ανάρτηση

Δεν υπάρχουν σχόλια

Leave a Reply