Προποντίδα.
Η Θάλασσα της Ρωμιοσύνης.
Η Θάλασσα της καρδιάς μας (γιατί έχουμε κι εμείς καρδιά).
Με συνεχή ελληνική παρουσία
από το 1.000 π.Χ., μέχρι τον Οκτώβριο του 1922.
Η Θάλασσα της Ρωμιοσύνης.
Η Θάλασσα της καρδιάς μας (γιατί έχουμε κι εμείς καρδιά).
Με συνεχή ελληνική παρουσία
από το 1.000 π.Χ., μέχρι τον Οκτώβριο του 1922.
Εκτός απ’ την καρπερή γης, το χωριό είχε και πλούσια θάλασσα. Ανατολικά,
κάτω απ’ τη σούσα που πήγαινε στη Ραιδεστό, απλωνόταν η Προποντίδα, η θάλασσα
της Ρωμιοσύνης. Με τα δυο στενά της περάσματα, τον Ελλήσποντο και το Βόσπορο,
και με τους θρύλους της για το Χρυσόμμαλο Δέρας, τον Φρίξο και την Έλλη, τον
Ιάσονα, την Αργοναυτική Εκστρατεία και τις Συμπληγάδες, που χάνονταν στα βάθη
των αιώνων. Με τα χρυσαφένια ακρογιάλια της και με τις πανάρχαιες ρωμαίικες
πολιτείες της, με πρώτη την Πόλη, τη μοναδική κι ανεπανάληπτη, τη μήτρα του
Ελληνισμού. Με τα όμορφα ρωμαίικα ψαροχώρια της, κρυμμένα στους απάνεμους και
δαντελένιους κόρφους της. Με τον πλούτο που έκρυβε μέσα της.
Θαλασσομάχοι οι Πανιδιώτες, ήταν στενά δεμένοι με τη θάλασσα και συνέχιζαν
την παράδοση των παππούδων τους. Οι ζευγάδες ήταν μαζί βαρκάρηδες και ψαράδες,
καϊκτσήδες και ναυτικοί. Κοντά στα δεκαπέντε αγωγιάτικα καΐκια και εικοσπέντε
ψαροκάικα -γρίποι, τράτες και γκιργκίρια- μετρούσε το χωριό. Όσο για τις
βάρκες, αμέτρητες. Κάθε νοικοκύρης είχε και τη δικιά του.
Ψαρότοπος η Θάλασσα του Μαρμαρά, δεν άφηνε ψαρά παραπονεμένο. Όλον το
χρόνο, σαρδέλες, χαμψιά, σαφρίδια, τορούκια, κεφάλια, λαυράκια, γλώσσες,
ξιφίες, τριγλιά, χελιδονόψαρα, στρείδια, μύδια, σουπιές, χτένια, τσαγανοί και
χταπόδια, σπαρταρούσαν στους κουβάδες και τις κασέλες. Χόρταινε ο κόσμος ψάρι.
Τηγάνιζε με λάδι Μυτιληνιό και μοσχοβολούσε ο τόπος. Το καλοκαίρι, οι κολιοί
και τα σκουμπριά ήταν στοίβες κάτω στο γιαλό, κι ο κόσμος τα πάστωνε εκεί, επί
τόπου, για να πορεύεται το χειμώνα.
Όμως, τα ψάρια που έδιναν τα μεγάλα καζάντια στους ψαράδες, ήταν τα
κοπαδιάρικα, που ανεβοκατέβαιναν στην Προποντίδα. Το φθινόπωρο, μόλις άρχιζε να
κρυαδίζει, ατέλειωτα κοπάδια από τόνους, τουρούκια, σκουμπριά και γοφάρια,
κατέβαιναν απ’ τη Μαύρη Θάλασσα, πλημμύριζαν την Προποντίδα και ξεχύνονταν, να
ξεχειμωνιάσουν στα ζεστά νερά του Αιγαίου. Έβραζε, τότε, η Θάλασσα του Μαρμαρά
απ’ το ψάρι. Ψάρια αμέτρητα, μικρά και μεγάλα, απανωτά το ένα στο άλλο, που,
απ’ το πλήθος, δυσκολεύονταν ακόμα και να κολυμπήσουν. Την άνοιξη, έκαμναν το
ταξίδι ανάποδα. Μόλις ο καιρός γλύκαινε, ανηφόριζαν απ’ το Αιγαίο για τη Μαύρη
Θάλασσα, να γεννήσουν τα αυγά τους κοντά στις εκβολές των ποταμιών της, που τα
νερά ήταν υφάλμυρα και πλούσια σε τροφή για τα μικρά ψαράκια. Και στο ανέβασμα
και στο κατέβασμα, τις αφέγγαρες νύχτες, τα καρτερούσαν αρματωμένοι οι ψαράδες
της Προποντίδας και το πρωί γύριζαν στη σκάλα του χωριού με τα πλεμάτια τους
ασήκωτα και τ’ αμπάρια γεμάτα.
Απ’ όλα τα κοπαδιάρικα, την πιο μεγάλη ζήτηση την είχαν οι παλαμίδες. Απ’
αυτές γινόταν η λακέρδα της Κωνσταντινούπολης, που ήταν ξακουστή για τη νοστιμιά
της σ’ όλον το ντουνιά. Η πιο καλή εποχή για το πάστωμα, ήταν το φθινόπωρο,
λίγο πριν πιάσουν τα κρύα του χειμώνα, γιατί τότε οι παλαμίδες κατέβαιναν απ’
τη Μαύρη Θάλασσα χοντρές και ολόπαχες, κι έδιναν την πιο νόστιμη λακέρδα.
Χιλιάδες ζευγάρια παλαμίδες -έτσι τις πουλούσαν, με το ζευγάρι-, έβγαζαν κάθε
μέρα τα ψαροκάικα στη μικρή σκάλα του Πάνιδου. Πάστωνε ο κόσμος και γιόμιζε
κιούπια και πιθάρια. Τον ίδιο καιρό, γυρολόγοι πουλητάδες, οι γιαλελήδες, με τα
κοφίνια γιομάτα, κουβαλούσαν τις παλαμίδες, άλλοι με τα άλογα κι άλλοι με τους
αραμπάδες, στα Μάλγαρα, την Κεσσάνη, το Λουλέμπουργκαζ, την Τυρολόη, μέχρι και
τις Μέτρες έφταναν. Στη Θράκη, εκείνα τα χρόνια, η λακέρδα ήταν ο πιο
μερακλίδικος μεζές και, μαζί με το ρακί, δεν έλειπε από κανένα σπίτι.
Από το facebook
Δεν υπάρχουν σχόλια