Γράφει ο Ηλίας Κοτρίδης Αντισυνταγματάρχης Ε.Α.
Μαύρη επέτειος αύριο 29 Μαΐου.
Να διηγηθούμε εδώ την Ιστορία της αλώσεως;
Είναι γνωστή. Την έχουμε μάθει όχι από τα βιβλία μα από τις γενιές που πέρασαν. Την κλείνουμε μέσα στο αίμα μας. Πλουτίσαμε με αυτήν, το τελευταίο μας κύτταρο. Τουλάχιστον οι παλαιότεροι. Την αφήσαμε να καταλάβει όλο το χώρο της Ελληνικής ψυχής μας, να γίνει βίωμα, να δώσει χρώμα στον ουρανό και τις θάλασσές μας. Να κάνει τις στεριές μας τραγούδι.
Και αν έλθει νύχτα στη σκέψη μας, οι ουρανοί ιδρώνουν αστέρια, γεμίζουν με φωτεινούς γαλαξίες, αναρριπίζονται και το Ελληνικό στερέωμα, ολόκληρο, ριγεί πάνω από την βασιλεύουσα.
Δεν θα διηγηθούμε λοιπόν την ιστορία της Πόλης.
Πολλές νύχτες, σε ημίφωτα δωμάτια, πλάι σ΄ ένα τζάκι που συνδαύλιζαν ο παππούς και η γιαγιά, η ιστορία της γέμιζε τις ψυχές μας, ασφυκτιούσε στα όνειρα μας, φώτιζε τον ύπνο μας, που σα να γέμιζε από σμάρια περιστεριών. Περιστεριών που ξεκινούσαν από τα προσκέφαλά τους, τραβούσαν κατά την Πόλη και ξαναγύριζαν, σαν να μας έφερναν τα μηνύματα της.
Σημαίνει ο Θεός, σημαίνει η γη,
σημαίνουν τα ουράνια,
σημαίνει κι η Αγιά Σοφιά
το Μέγα Μοναστήρι.
Και τα μάτια υγραίνονταν, τα χείλη σφίγγονταν κι οι καρδιές σαν να γονάτιζαν και να προσεύχονταν ρασσοφόρες μέσα σε αυτό το μέγα μοναστήρι, όπου κάτω από την αόρατη παρουσία της Θεοτόκου, ακουγότανε μέσα από το φλοίσβο των αιώνων ο Ακάθιστος Ύμνος.
Κάπου κάπου, παιδιά τότε, ανοίγαμε τα γλαρωμένα μας μάτια και ρωτούσαμε για τον Μαρμαρωμένο βασιλιά.
Τον είδες με τα μάτια σου
γιαγιά τον βασιλέα;
Κι η γιαγιά, καθώς συνδαύλιζε το τζάκι, βύθιζε το βλέμμα της μέσα στις φλόγες και ψιθύριζε με τραγουδιστή φωνή.
-Πάλι με χρόνους με καιρούς…..
-Πάλι δικιά μας θάναι.
Κι οι φλόγες από το τζάκι υψώνονταν με μιας, σαν γίγαντες.
Να διηγηθούμε εδώ την Ιστορία της αλώσεως;
Είναι γνωστή. Την έχουμε μάθει όχι από τα βιβλία μα από τις γενιές που πέρασαν. Την κλείνουμε μέσα στο αίμα μας. Πλουτίσαμε με αυτήν, το τελευταίο μας κύτταρο. Τουλάχιστον οι παλαιότεροι. Την αφήσαμε να καταλάβει όλο το χώρο της Ελληνικής ψυχής μας, να γίνει βίωμα, να δώσει χρώμα στον ουρανό και τις θάλασσές μας. Να κάνει τις στεριές μας τραγούδι.
Και αν έλθει νύχτα στη σκέψη μας, οι ουρανοί ιδρώνουν αστέρια, γεμίζουν με φωτεινούς γαλαξίες, αναρριπίζονται και το Ελληνικό στερέωμα, ολόκληρο, ριγεί πάνω από την βασιλεύουσα.
Δεν θα διηγηθούμε λοιπόν την ιστορία της Πόλης.
Πολλές νύχτες, σε ημίφωτα δωμάτια, πλάι σ΄ ένα τζάκι που συνδαύλιζαν ο παππούς και η γιαγιά, η ιστορία της γέμιζε τις ψυχές μας, ασφυκτιούσε στα όνειρα μας, φώτιζε τον ύπνο μας, που σα να γέμιζε από σμάρια περιστεριών. Περιστεριών που ξεκινούσαν από τα προσκέφαλά τους, τραβούσαν κατά την Πόλη και ξαναγύριζαν, σαν να μας έφερναν τα μηνύματα της.
Σημαίνει ο Θεός, σημαίνει η γη,
σημαίνουν τα ουράνια,
σημαίνει κι η Αγιά Σοφιά
το Μέγα Μοναστήρι.
Και τα μάτια υγραίνονταν, τα χείλη σφίγγονταν κι οι καρδιές σαν να γονάτιζαν και να προσεύχονταν ρασσοφόρες μέσα σε αυτό το μέγα μοναστήρι, όπου κάτω από την αόρατη παρουσία της Θεοτόκου, ακουγότανε μέσα από το φλοίσβο των αιώνων ο Ακάθιστος Ύμνος.
Κάπου κάπου, παιδιά τότε, ανοίγαμε τα γλαρωμένα μας μάτια και ρωτούσαμε για τον Μαρμαρωμένο βασιλιά.
Τον είδες με τα μάτια σου
γιαγιά τον βασιλέα;
Κι η γιαγιά, καθώς συνδαύλιζε το τζάκι, βύθιζε το βλέμμα της μέσα στις φλόγες και ψιθύριζε με τραγουδιστή φωνή.
-Πάλι με χρόνους με καιρούς…..
-Πάλι δικιά μας θάναι.
Κι οι φλόγες από το τζάκι υψώνονταν με μιας, σαν γίγαντες.
Δεν υπάρχουν σχόλια