Σε δημοσκόπηση που έκανε η Palmos Analysis για τον
«Ελεύθερο Τύπο, καταγράφηκε η δραματική αυτή εικόνα για την στάση, των νέων
ανθρώπων και ιδιαίτερα των γυναικών, στην γονεϊκότητα - «Αγκάθι» η οικονομική
ανασφάλεια
Τέσσερις στις δέκα
Ελληνίδες ηλικίας έως 34 ετών δεν θέλουν ή δεν ξέρουν αν θέλουν να κάνουν
παιδιά. Μάλιστα οι νέοι άνδρες είναι πιο θετικοί απέναντι στο ενδεχόμενο να
γίνουν γονείς απ’ ότι οι γυναίκες, ανατρέποντας τα στερεότυπα που ήθελαν τις
δεύτερες να νιώθουν πιο έντονα την ανάγκη να γίνουν μητέρες.
Το δραματικό αυτό
συμπέρασμα που μαρτυρά την αλλαγή νοοτροπίας των νέων απέναντι στη γονεϊκότητα,
ανέδειξε πρόσφατη δημοσκόπηση που έκανε η Palmos Analysis για τον «Ελεύθερο
Τύπο» σχετικά με τις δημογραφικές εξελίξεις και προοπτικές στη χώρα μας.
Παρότι το 65% των
νέων έως 34 ετών δηλώνουν πως θέλουν να αποκτήσουν παιδιά, το ποσοστό του «όχι»
είναι διπλάσιο στις γυναίκες απ’ ότι στους άνδρες. Συγκεκριμένα το 42% των
γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας δεν επιθυμούν να γίνουν μητέρες ή δεν είναι
σίγουρες ότι το θέλουν, όταν το αντίστοιχο ποσοστό στους άνδρες είναι μόλις
18%.
Το νέοι άνδρες
δηλώνουν κατά 82% ότι θέλουν να αποκτήσουν παιδιά, ενώ οι νέες γυναίκες είναι
πολύ πιο επιφυλακτικές σε ποσοστό 58%.
Αντιλαμβάνεται κανείς
εδώ, πως υπάρχουν πτυχές του «δημογραφικού» ζητήματος που σχετίζονται μεν με
την «υπογεννητικότητα» αλλά αφορούν λιγότερο τη δημογραφία και περισσότερο τις
προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ελλάδα σήμερα, στο πεδίο των κοινωνικών
πολιτικών.
Επιπλέον, τρεις στους
τέσσερις νέους έως 34 ετών δεν έχουν παιδιά, ενώ στις γυναίκες 35-44 ετών το
ποσοστό είναι 28%, αγγίζοντας τα όρια γονιμότητας. Όποιες πολιτικές και αν
εφαρμοστούν σήμερα θα αποδώσουν μετά από τουλάχιστον 15 χρόνια, επιβεβαιώνοντας
το βάθος της δημογραφικής κρίσης.
Ενώ συνολικά το 57%
των ενηλίκων είναι έγγαμοι ή σε σύμφωνο συμβίωσης, στους νέους η εικόνα
ανατρέπεται πλήρως: 8 στους 10 έως 34 ετών δεν έχουν επισημοποιήσει τη σχέση
τους, ενώ το 28% δεν βρίσκεται καν σε σχέση. Αναλυτικότερα, στους άνδρες το 36%
δεν έχει σχέση ή είναι σε μη επισημοποιημένη σχέση, ενώ στις γυναίκες το
αντίστοιχο ποσοστό πέφτει στο 21%, δείχνοντας ότι οι γυναίκες επιλέγουν
συχνότερα σταθερές και επίσημες σχέσεις.
«Καθώς δεν υπάρχει
πιθανότητα να πειστούν οι νέοι άνθρωποι ότι πρέπει να κάνουν (περισσότερα)
παιδιά για το «καλό της πατρίδας» (όπως συχνά υπονοείται στο δημόσιο λόγο),
ούτε μπορεί να αποτελέσει κίνητρο η όποια επιδοματική πολιτική που δεν δίνει
καμία εγγύηση στους νέους γονείς ότι θα μπορέσουν να ανταπεξέρθουν στις
απαιτήσεις της ανατροφής ενός ή περισσότερων τέκνων τουλάχιστον έως την
ενηλικίωση, θα μπορούσαμε να πούμε σχηματικά ότι το πλαίσιο ζωής στην Ελλάδα
σήμερα φαίνεται πως είτε ωθεί τους νέους ανθρώπους στη φυγή είτε στην ατεκνία»
υποστηρίζει το ΙΔΕΜ.
«Και αυτά είναι πολύ
βασικά διακυβεύματα, στην περίπτωση που θα θέλαμε να περιορίσουμε την
υπογεννητικότητα και το εύρος της μείωσης του πληθυσμού της χώρας στις επόμενες
δεκαετίες. Οι όροι διαβίωσης στην Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένων των συνθηκών
εργασίας και των απολαβών από την εργασία, αποτελούν κρίσιμο παράγοντα για τη
φυγή των νέων Ελλήνων στο εξωτερικό. Επομένως, η συζήτηση θα έπρεπε να στραφεί
στη βελτίωση των όρων διαβίωσης – συμπεριλαμβανομένων και των όρων στέγασης –
των ατόμων νεαρής ηλικίας», καταλήγει.
«Αγκάθι» η οικονομική
ανασφάλεια
Ο οικονομικός παράγοντας αναδεικνύεται σε καθοριστικό: το 34% όσων δεν
επιθυμούν παιδιά δηλώνει ότι δεν θα τα βγάλουν πέρα οικονομικά, ενώ στις νέες
γυναίκες οι ανησυχίες αυτές φτάνουν σε ακόμη υψηλότερα επίπεδα. Το στεγαστικό
επιτείνει αυτή την ανασφάλεια, με το 41% των νέων να ζουν σε ενοίκιο, ποσοστό
που εκτοξεύεται στο 48% για οικογένειες με παιδιά προσχολικής ηλικίας.
Όπως αναφέρει το
Ινστιτούτο Δημογραφικών Μελετών σε πρόσφατη μελέτη του, υπάρχει ένα πλαίσιο
ζωής στην Ελλάδα που χρίζει συνταρακτικών βελτιώσεων σχεδόν σε όλους τους
τομείς της καθημερινότητας: στέγαση, εργασία, υγεία, εκπαίδευση, παροχές για
την οικογένεια και το παιδί, κλπ.
Επιπλέον, ειδικά σε
σχέση με τις νεότερες γενιές που βρίσκονται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος
σχετικά με την υπογεννητικότητα, η μεγάλη φυγή στο εξωτερικό, αλλά και η
προσδοκία πολλών ακόμα νέων για αποδημία από την Ελλάδα, όπως καταγράφεται από
σχετικές έρευνες, αναδεικνύουν ακριβώς τη σοβαρότητα της κατάστασης σε σχέση με
αυτό το (δυσμενές) πλαίσιο διαβίωσης.
Σε αυτό το πλαίσιο,
τίθεται επιτακτικά το δυσάρεστο ερώτημα κατά πόσο η Ελλάδα σήμερα είναι ένας
«καλός τόπος να ζεις και να κάνεις οικογένεια και παιδιά», ειδικά όσον αφορά
τις νεότερες γενιές.


















Δεν υπάρχουν σχόλια