Του Μανώλη
Κοττάκη
«Μπορείς να με πας
με το αυτοκίνητό σου μέχρι το σπίτι μου;»
«Μα, φυσικά ναι!»
Ήταν ο τελευταίος
διάλογος που είχα με τη Βάσω Παπανδρέου, το 2018, όταν η ετήσια συνάντησή μας
στη γιορτή του Αντώνη Λιβάνη όδευε, περασμένες 12, προς το τέλος της. Εκείνη τη
χρονιά είχε γίνει μια αποτυχημένη απόπειρα να συνυπάρξουν στον ίδιο χώρο σχεδόν
όλο το υπουργικό συμβούλιο του Τσίπρα με κορυφαίους υπουργούς του Ανδρέα
Παπανδρέου και του Κώστα Σημίτη. Ήταν φανερό, όπως μου είπε και η αείμνηστη
Φώφη εκείνη τη βραδιά, ότι ο ένας δεν άντεχε τον άλλον. Το ΠΑΣΟΚ ήταν πολύ
υπερήφανο για να υποταχθεί στον ΣΥΡΙΖΑ, έστω και γονατισμένο.
Είπαμε πολλά με τη
Βάσω στον δρόμο από την Κηφισιά μέχρι το Πάτημα Χαλανδρίου, εκεί όπου είναι το
σπίτι και ο κήπος με τα αγαπημένα λουλούδια της. Μια ζωή στον πάνω όροφο έμενε
μόνη η Βάσω, μαζί με μια Πολωνή οικιακή βοηθό, και στον κάτω το ζεύγος του
φίλου Πέτρου Ευθυμίου και της Αναστασίας Παρετζόγλου. Γνώρισα τη Βάσω σε μια
θυελλώδη σύνοδο της Κεντρικής Επιτροπής του ΠΑΣΟΚ, στα υπόγεια του ξενοδοχείου
«Caravel», λίγο μετά το περίφημο δείπνο (με αγκινάρες αλά πολίτα) των τεσσάρων
με τον Πάγκαλο, τον Αυγερινό και τον Σημίτη στο σπίτι της, όπου αποφασίστηκε η
ανάληψη πρωτοβουλιών για την αμφισβήτηση και ανατροπή του άρρωστου Ανδρέα. Της
μεγάλης της αγάπης στα νιάτα της. Τότε που ο Ανδρέας επιβιβαζόταν στο
υπερηχητικό Κονκόρντ κάθε Σαββατοκύριακο και ταξίδευε από τον Καναδά στο
Λονδίνο για να τη συναντήσει.
Εκείνη τη μέρα, η
Βάσω σηκώθηκε βιαστικά από τη θέση της στα ορεινά της Κεντρικής Επιτροπής,
διέσχισε μέσα σε νεκρική σιγή την αίθουσα, έφτασε μπροστά στον Ανδρέα
Παπανδρέου (δίπλα του καθόταν ο Κώστας Σκανδαλίδης) και του πέταξε ένα χαρτί
στο τραπέζι με την πράσινη τσόχα, στο οποίο έγραφε κάτι. «Μάλιστα!» αναφώνησε
μόλις το διάβασε ο Ανδρέας και κούνησε επιτιμητικά το κεφάλι του, χωρίς να της
απαντήσει. Εκείνη τον κοίταξε, έκανε μεταβολή και επέστρεψε στη θέση της. Θα
μπορούσε να ήταν ερωτική σκηνή, αλλά ήταν βαθύτατα πολιτική. Στην «Κυριακάτικη
Ελευθεροτυπία» της εποχής υπάρχει μια φωτογραφία της μαζί με τον Τάσο Παππά,
τον Πάνο Σώκο κι εμένα να μας υπαγορεύει η Βάσω τι ακριβώς είχε γράψει στον
Ανδρέα σε εκείνο το χαρτί.
Τη γνώρισα πολύ
καλύτερα, χρόνια αργότερα, όταν ανέλαβε υπουργός Εσωτερικών και Δημόσιας
Διοίκησης. Ο αρχισυντάκτης μου και μέντοράς μου στην «Απογευματινή» Τίτος
Αθανασιάδης μού ζήτησε να αντικαταστήσω στο ρεπορτάζ του υπουργείου Προεδρίας
τον νυν πρόεδρο της ΕΡΤ Γιάννη Παπαδόπουλο, και έτσι είχα την ευκαιρία να
γνωρίσω όλα τα κορυφαία στελέχη του ΠΑΣΟΚ που πέρασαν από εκεί, όπως ο
Αναστάσης Πεπονής, ο Άκης Τσοχατζόπουλος, ο Αλέκος Παπαδόπουλος, η Βάσω Παπανδρέου,
ο Κώστας Σκανδαλίδης, ο Χάρης Καστανίδης, ο Γιώργος Φλωρίδης, ο Σταύρος Μπένος,
ο Λάμπρος Παπαδήμας, ο Ανδρέας Λοβέρδος, ο Βασίλης Τσιλίκας, ο Τάσος Μαντέλης
κ.ά.
Πλαισιωμένη η Βάσω
από μια δυναμική ομάδα συνεργατών, αποτελούμενη από τη διευθύντριά της Βαρβάρα
Παπαχριστοδούλου, τον νομικό της σύμβουλο, στέλεχος του ΝΣΚ, Τάσο Μπάνο, τον
σεμνό εξ απορρήτων διαχρονικό συνεργάτη της Δημήτρη Καρύδη, την εξαίρετη
διευθύντρια του γραφείου Τύπου της Πηνελόπη Μητρούλια και άλλους, έδινε μια
εικόνα απόμακρη. Οι περισσότεροι φοβούνταν να την πλησιάσουν και να της
μιλήσουν. Τοτέμ. Αλλά το μυστικό για να έρθεις κοντά με τη Βάσω ήταν να τολμάς
να της μιλάς ευθέως. Αγαπούσε την ευθύτητα και δεν είχε εγωισμό να σηκώσει το
τηλέφωνο και να σε φωνάξει στο γραφείο έπειτα από ένα αρνητικό δημοσίευμα για
να συζητήσει μαζί σου την άποψή σου. Δεν θεωρούσε ότι σου δίνει αέρα και μπόι,
ότι θα το πάρεις πάνω σου, δεν διακατεχόταν από ελιτισμό. Όταν έγραφες για τη
Βάσω ήξερες ότι τίποτε δεν πέφτει κάτω.
Σε καλούσε είτε η
ίδια είτε ο Καρύδης και σου εξηγούσαν. Δεν τσακώνονταν. Όχι σαν μερικούς
μερικούς τη σήμερον, που όταν τους κάνεις κριτική η απόφασή τους είναι «δεν σου
μιλάω».
Το δεύτερο
χαρακτηριστικό της ήταν η πολιτική με αποτύπωμα. Έχει περάσει στον πολύ κόσμο
ότι τα ΚΕΠ ήταν έργο του Σταύρου Μπένου. Το ακριβές είναι ότι ο Σταύρος Μπένος,
με το πάθος που είχε και από το υπουργείο Εσωτερικών ως υφυπουργός και από το
υπουργείο Αιγαίου ως υπουργός, ανέπτυξε τα ΚΕΠ σε ολόκληρη την Ελλάδα, και αυτό
το πιστώνεται. Αλλά το πρώτο ΚΕΠ, στο Σύνταγμα, το ίδρυσε η Βάσω Παπανδρέου σε
συνεργασία με την εξειδικευμένη ως call center ιδιωτική εταιρία μετρήσεων Κappa
Research του Ντίνου Ρουντζούνη.
Ακόμα θυμάμαι το
πρώτο ρεπορτάζ για το ΚΕΠ, για το οποίο εργάζονταν τα στελέχη της εταιρίας
Τάσος Γεωργιάδης και Γιώτα Μπλέτα, μετέπειτα υποψήφια νομάρχης του ΠΑΣΟΚ στη
Λακωνία. Νομίζω ότι στην ίδια ομάδα μπορεί να ήταν και ο Τάκης Θεοδωρικάκος.
Χάλασα τον κόσμο τότε με δημοσιεύματα για το πώς είναι δυνατόν η εταιρία
μετρήσεων που βγάζει τον Σημίτη καταλληλότερο πρωθυπουργό να αναλαμβάνει και
δημόσια έργα – και αυτός ήταν ο λόγος που, με υπόδειξη του γραφείου της Βάσως,
γνώρισα τον Ντίνο, με τον οποίο επικοινωνώ μέχρι σήμερα. Όταν λειτούργησε το
ΚΕΠ, μας πήρε η Βάσω από το χέρι και μας πήγε να μας το δείξει. Πριν το
εγκαινιάσει ο Σημίτης. Αλλά ποτέ δεν διεκδίκησε δημόσια την πατρότητα τις
ιδέας. Αυτός ήταν ο χαρακτήρας της – να ασκεί το αξίωμά της και να μην
ενδιαφέρεται για την υστεροφημία της.
Η Βάσω Παπανδρέου,
επίσης, ήταν τέρας ψυχραιμίας. Ο Εγκέλαδος του Σεπτεμβρίου του 1999, με τα
γνωστά αποτελέσματα, με βρήκε στον τρίτο όροφο του υπουργείου, στο γραφείο της
γενικής διευθύντριας Ευσταθίας Μπεργελέ. Τρέξαμε όλοι από τις σκάλες στην
είσοδο. Η Παπανδρέου παρέμεινε στο γραφείο της και δεν κατέβηκε από αυτό ποτέ.
Ποτέ! Όταν το έμαθαν αυτό λίγο αργότερα οι υπάλληλοι άρχισαν να ανεβαίνουν ο
ένας πίσω από τον άλλον στον πέμπτο όροφο του υπουργείου για οδηγίες.
Η Παπανδρέου
επίσης είχε χιούμορ. Είμαστε στην Ξάνθη και έχει ανέβει σε μια αυτοσχέδια
εξέδρα, σε ένα ορεινό πομακικό χωριό στον Εχίνο, να μιλήσει στους
μουσουλμάνους, όταν ξαφνικά ανοίγει ο ουρανός και αρχίζει να βρέχει. Εκείνη,
πριν κατέβει από το βήμα, πρόλαβε να φωνάξει δις, χαμογελαστή, στο ακροατήριό
της -ήξερε τι σημαίνει αυτό- «μπερεκέτι, μπερεκέτι!». Που για τους
μουσουλμάνους σημαίνει όταν βρέχει «ευλογία». Με την ίδια άνεση που απευθυνόταν
σε μουσουλμάνους και χριστιανούς απευθυνόταν στους Ευρωπαίους ομολόγους της
υπουργούς Εσωτερικών στη Νάπολη, όπου την ακολουθήσαμε σε συνέδριο για την καλή
νομοθέτηση. Εκείνη όμως, εκτός απ’ όλα αυτά, ήθελε να πάμε και πήγαμε για
ξενάγηση στην Πομπηία και στο Ποζιτάνο. Αγαπούσε την καλή ζωή με μέτρο.
Σκοτεινές πλευρές
ίσως είχε, αλλά δεν την ακολούθησα στο ρεπορτάζ των δημοσίων έργων, όταν έγινε,
μετά τις εκλογές του 2000 (αφού πρώτα μονιμοποίησε χιλιάδες συμβασιούχους),
υπουργός ΠΕΧΩΔΕ.
Πολιτικά, είχαμε
μια ισχυρή κόντρα όταν εκείνη, αμέσως μετά τις εκλογές του 2000, καλούσε
επιτακτικά τον Κώστα Καραμανλή να αποδεχθεί το αποτέλεσμα, όταν όλοι γνωρίζαμε
ότι είχαν ψηφίσει σε αυτές παράνομα χιλιάδες αλλοδαποί. Όσα αποκάλυψε αργότερα
ο Θόδωρος Τσουκάτος για εκείνες τις εκλογές μάλλον δικαίωσαν τον Καραμανλή και
όχι τη Βάσω.
Οι ξένοι, τέλος,
εμπιστεύονταν την κρίση της μετά τη θητεία της ως επιτρόπου στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Μια βραδιά επί Μνημονίων την πέτυχα στον «Παπαδάκη» του Κολωνακίου με τον
περίφημο Ράιχενμπαχ. Η Βάσω αρνήθηκε να ψηφίσει το δεύτερο Μνημόνιο Παπανδρέου
-το είπε σε μια Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΠΑΣΟΚ στον Παπακωνσταντίνου («σου
έλεγα ότι δεν βγαίνουν τα Μνημόνια και με κοιτούσες σαν ούφο!»)- και διεγράφη
από τον Γιώργο Παπανδρέου στις 12 Φεβρουαρίου 2012 ! Αυτή ήταν. Αλλά το ΠΑΣΟΚ
ξέχασε να αναφέρει στον αποχαιρετισμό της αυτό το γεγονός. Δεν συμφέρει. Για
αυτό και ο Παπανδρέου δεν πήγε στην κηδεία της, αλλά στον γάμο του
βλαχοδημάρχου στη Θήβα.
Ψάχνοντας πολλές
φορές να βρω γιατί φαινόταν τόσο απόμακρη, ανακάλυψα μέσα από διηγήσεις
κορυφαίων στελεχών του ΠΑΣΟΚ ότι η καρδιά της μετά τον Ανδρέα Παπανδρέου, για
τον οποίο θυσίασε τη ζωή της (μη επιτρέποντας στον εαυτό της να κάνει παιδιά
μαζί του, ενώ… μπορούσε), στέγνωσε. Είχε σχέσεις έπειτα από εκείνον, αλλά ποτέ
δεν τον ξεπέρασε.
Ούτε ποτέ ξεπέρασε
αυτά που έγιναν εις βάρος της, όταν επιχείρησε να πάει στο Καστρί το βράδυ των
εκλογών του 1977 με την ιδιότητα του μέλους του Εκτελεστικού Γραφείου. Ο γιος
του Ανδρέα Παπανδρέου, Νίκος, έγραψε ένα ολόκληρο βιβλίο για τη σχέση του
Ανδρέα με τη Βάσω πριν από μερικά χρόνια (για να «συμφιλιωθεί» με τον πατέρα
του μάλλον), χωρίς να αναφέρει το όνομά της. Αλλά όλοι ήξεραν. Εκείνη δεν
απάντησε ποτέ. Δεν ξέρω αν ήταν σε θέση να καταλάβει, άλλωστε, για να απαντήσει
πια.
Στη γιορτή του
Αντώνη Λιβάνη, την αμέσως επόμενη χρονιά, το 2019, ένας φίλος με συμβούλεψε να
μη μιλήσω αυτή τη φορά με τη Βάσω, γιατί μπορεί να στεναχωρηθώ. Είχε αρχίσει η
κατιούσα. Καιρό αργότερα έμαθα ότι ένα βράδυ οι οικείοι της τη βρήκαν
περιπλανώμενη, ντυμένη πρόχειρα, στη λεωφόρο Κηφισίας. Μια ψυχή έψαχνε
δικαίωση. Αλλά δεν τη βρήκε ποτέ. Ίσως στα Βαλιμίτικα του Αιγίου, τον γενέθλιο
τόπο της, όπου κηδεύτηκε το Σάββατο, να βρει την ανάπαυση και την αγάπη που
αναζητούσε μια ολόκληρη ζωή.
Δεν υπάρχουν σχόλια