Select Menu

ads2

ads2

Τυχαία Ανάρτηση

" });

Travel

ΘΕΟΦΙΛΟΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ


link για pchands

Performance

Cute

My Place

Racing

Videos

Εμφανιζόμενη ανάρτηση

ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΕΟΡΤΑΣΜΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ ΤΩΝ ΗΝΩΜΕΝΩΝ ΕΘΝΩΝ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ

  Εκδηλώσεις εορτασμού της Ημέρας των Ηνωμένων Εθνών στην Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας   Την  Πέμπτη  24 Οκτωβρίου 202 4  θα εορτασθε...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

Τελευταίες Αναρτήσεις

    » » » ΔΗΜΟΣΙΟ: ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ & “ΞΑΦΝΙΚΕΣ” ΜΕΤΑΘΕΣΕΙΣ -ΤΙ ΛΕΕΙ Ο ΝΟΜΟΣ
    «
    Next
    Νεότερη ανάρτηση
    »
    Previous
    Παλαιότερη Ανάρτηση

     


    Δημήτρης Κασιμάτης

    ·      

    · ΓΓνωμοδοτικό σημείωμα της Νομικής Συμβούλου της ΑΔΕΔΥ, παρέχει διευκρινίσεις για το κατά πόσον η μετακίνηση προστατευόμενου συνδικαλιστικού στελέχους σε άλλη περιοχή εντός του δήμου που υπηρετεί συνιστά μετάθεση υπό την έννοια του άρθρου 14 παρ.9 ν.1264/1982.

    Δείτε αναλυτικά:

    Το άρθρο 14 παρ.9 ν.1264/1982 ορίζει επί λέξει τα εξής:

    «9. Με την επιφύλαξη της παρ. 3 του άρθρου 11 του ν. 1256/1982 (Α` 65), δεν επιτρέπεται μετάθεση των εργαζομένων που αναφέρονται στις παρ. 5, 6, 7, 8, εάν αυτή δεν είναι απολύτως αναγκαία για τη λειτουργία της επιχείρησης ή δεν επιβάλλεται από λόγους προστασίας της υγείας».

    Η παρ.9 του άρθρου 14 ν.1264/1982 διατηρήθηκε ως ανωτέρω και μετά την αντικατάσταση του άρθρου 14 από το άρθρο 88 ν.4808/2021.

    Το άρθρο 30 παρ.5 ν.1264/1982 ορίζει επί λέξει τα εξής:

    «5.  Με την επιφύλαξη του άρθρου 11 του Ν.  1256/1982  “για την πολυθεσία, την πολυαπασχόληση και την καθιέρωση ανωτάτου ορίου απολαβών στο δημόσιο τομέα καθώς και για το Ελεγκτικό Συνέδριο, το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους και άλλες διατάξεις”,  δεν επιτρέπεται η μετάθεση των κατά την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου δημοσίων υπαλλήλων που είναι μέλη διοικητικών συμβουλίων ή προσωρινών διοικήσεων πρωτοβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων εφ`  όσον αυτές ανήκουν σε δευτεροβάθμιες μέλη τριτοβάθμιων οργανώσεων, χωρίς την έγγραφη συγκατάθεση των ίδιων των υπαλλήλων και της συνδικαλιστικής τους οργάνωσης.

    Κατά τον ίδιο τρόπο προστατεύονται και τα μέλη των διοικήσεων των δευτεροβάθμιων και των τριτοβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων».

    Από την νομολογία που έχει ερμηνεύσει τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτουν τα εξής:

    1.   Μετάθεση υπό την αυστηρή νομική έννοια του όρου, όπως απαντάται σε άλλα πλην του ν.1264/1982 νομοθετήματα, αποτελεί η υπηρεσιακή μετακίνηση του υπαλλήλου εκτός νομού ή νησιού.

    Κατά το άρθρο 66 παρ.4 του ισχύοντος ΥΚ (=ν.3528/2007_:

    «4. Η Μετακίνηση εκτός νομού ή σε νησί γίνεται με τη διαδικασία της Μετάθεσης. Εξαιρούνται τα νησιά που έχουν οδική σύνδεση με χερσαία τμήματα της χώρας».

    Το 1990 ο Άρειος Πάγος στην με αρ.920/1990 απόφασή του, ερμηνεύοντας την διάταξη του άρθρου 14 παρ.7 ν.1264/1982 υιοθετεί την ερμηνευτική άποψη ότι «Ως “μετάθεση” όμως νοείται η μετακίνηση από πόλη σε πόλη και όχι εντός της ιδίας πόλεως σε άλλη υπηρεσία. Κάτι τέτοιο  δεν ορίζεται στο νόμο ούτε δε και προκύπτει ότι το θέλησε ο νομοθέτης, από την εισηγητική έκθεση του νόμου ή τις συζητήσεις που έγιναν προ της ψηφίσεώς του στη Βουλή».

     

    Την ίδια χρονιά εν τούτοις το Εφετείο Αθηνών στην με αρ.11764/1990 απόφασή του διατύπωσε την θέση ότι ακόμη και η μετακίνηση από ένα τμήμα σε άλλο τμήμα της αυτής επιχειρήσεως (χωρίς δηλαδή μετακίνηση σε άλλη περιοχή και δη εκτός του νομού όπου παρείχε τις υπηρεσίες του ο μετακινούμενος), υπό το φως το συγκεκριμένων περιστάσεων της υποθέσεως και εφόσον τα καθήκοντα του νέου τμήματος διαφέρουν ουσιαστικά από αυτά που ήδη ασκούσε ο μετακινούμενος, συνιστά μετάθεση υπό την έννοια του άρθρου 14 παρ.7 ν.1264/1982.

    «Με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά το Δικαστήριο κρίνει ότι η άνω μετάθεση του ενάγοντος σε όλως διαφορετική θέση και καθήκοντα από αυτά τα οποία ασκούσε μέχρι τότε έγινε από λόγους εκδικήσεως των εκπροσώπων της  εναγομένης λόγω της άνω συνδικαλιστικής δράσεως του ενάγοντος και είναι παράνομη και καταχρηστική. Ειδικότερα είναι  παράνομη  γιατί  α)αποτελεί  μονομερή  βλαπτική μεταβολή των όρων της μεταξύ των διαδίκων υφισταμένης  συμβάσεως  εργασίας  και  η  συμπεριφορά  της  εναγομένης εξέρχεται  από  τα  όρια του διευθυντικού της δικαιώματος να καθορίζει τον τόπο και χρόνο  της  παροχής  του  μισθωτού  ενόψει  του  ότι  στη συγκεκριμένη  περίπτωση  δεν  κινήθηκε  από κίνητρα αναδιαρθρώσεως των υπηρεσιών της, αλλά από αισθήματα εκδικήσεως προς  τον  ενάγοντα,  λόγω της   συνδικαλιστικής   του  δραστηριότητας  και  β)  έγινε  χωρίς  τη συγκατάθεση  και  μάλιστα   παρά   την   αντίθετη   της   πρωτοβάθμιας συνδικαλιστικής οργανώσεως Πρόεδρος της οποίας ήταν ο ενάγων (άρθρο 14 παρ.  9 ν. 1264/1982) και χωρίς να προσφύγει η εναγόμενη στην επιτροπή 15 του ν. 1264/1982 για να κριθεί η αναγκαιότητα  της μεταθέσεως  και της  αναθέσεως  καθηκόντων,  που  υποβιβάζουν  τη  θέση  του μισθωτού.

    Παράλληλα  η  άνω μετάθεση  του   ενάγοντος,   που   οφείλεται   στα προαναφερόμενα  κίνητρα της εναγομένης υπερβαίνει προφανώς τα όρια του διευθυντικού δικαιώματος της εναγομένης, που επιβάλλουν η καλή  πίστη, τα  χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός αυτού. Εφόσον η εκκαλουμένη απόφαση έκρινε όμοια με  τα  παραπάνω  ορθά  εκτίμησε  τις αποδείξεις, που προσκομίσθησαν και εφάρμοσε τις παραπάνω διατάξεις και οι  λόγοι  της  κρινομένης  εφέσεως  πρώτος,  δεύτερος και τρίτος, που υποστηρίζουν  τα  αντίθετα  είναι  αβάσιμοι». 

    Και πράγματι, η διασταλτική αυτή ερμηνεία της έννοιας της μεταθέσεως στο άρθρο 14 παρ.7 ν.1264/1982, καθιερώθηκε στην εντεύθεν νομολογία, προφανώς ενόψει του σκοπού στον οποίον απέβλεψε ο κοινός νομοθέτης, ήτοι στην προστασία των συνδικαλιστικών στελεχών από απολύσεις, διώξεις[1] και άλλα μέτρα κατατείνοντα στην παρεμπόδιση της αποτελεσματικής και απρόσκοπτης άσκησης των συνδικαλιστικών τους καθηκόντων.

    Ήδη από το 1995, η Δευτεροβάθμια Επιτροπή του άρθρου 15 ν.1264/1982 του Πρωτοδικείου Αθηνών που ερμήνευσε την ρύθμιση του άρθρου 14 παρ.9 ν.1264/1982 έκρινε αντίθετα από τον Άρειο Πάγο και συγκεκριμένα έκρινε ότι υπό το φως των συγκεκριμένων περιστάσεων ακόμη και η μετακίνηση υπαλλήλου εντός του ίδιου Δήμου μπορεί να συνιστά απαγορευόμενη μετάθεση, η νομιμότητα της οποίας κρίνεται βάσει των κριτηρίων της παρ.9 του άρθρου 14 ν.1264/1982:

    «Ο εκκαλών – αιτών προσεβλήθη από την καθ` ης το 1968 με σύμβαση εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να εργασθεί ως ηλεκροτεχνίτης αεροσκαφών. Από το 1981 είναι ιδρυτικό μέλος του Εργατικού σωματίου και μέλος του Διοικ. Συμβουλίου του, από δε τετραετίας είναι Πρόεδρος αυτού, και συνεπώς, προστατεύεται από το Ν. 1264/82, ως συνδικαλιστικό στέλεχος. Με την από 13.1.94 απόφαση του Δ/ντή της Δ/νσεως Τεχνικών Υπηρεσιών της καθ` ης, ο αιτών – εκκαλών μετακινήθηκε από την …./…/… κ.κ. ….. στην …/…/… κ.κ …… “γιά κάλυψη υπηρεσιακών αναγκών”. Η υπηρεσιακή αυτή μετακίνηση του εκκαλούντος, μολονότι δεν έγινε σε άλλη περιοχή και δη εκτός Αθηνών, αλλά μέσα στον ευρήτερο χώρο των υπηρεσιών της καθ` ης, συνιστά, κατά την επικρατούσα στην επιτροπή άποψη, «μετάθεση» κατά την έννοια του νόμου, γιατί α) αυτή δεν επιβαλλόταν από λόγους υπηρεσιακούς και έγινε με σκοπό να μειωθεί το κύρος και η προσωπικότητα του, ως εκλεγμένου προέδρου του ανωτέρω συνδικαλιστικού σωματείου, β) στην προηγούμενη θέση ο εκκαλών, είχε υπό την εποπτεία του δύο (2) προϊσταμένους, τέσσερες (4) εργοδηγούς, δέκα τρείς (13) ομαδάρχες και εξήντα πέντε (65) τεχνικούς, ενώ στην νέα θέση του δεν έχει κανέναν βαθμοφόρο, γ) το νέο του γραφείο είναι πολύ μικρότερο από το προηγούμενο, δεν έχει τηλέφωνο ανεξάρτητο γιά διεθνή επικοινωνία, όπως είχε πριν, ούτε συσκευή αυτόματης τηλεειδοποίησησ μέσω ΟΤΕ, γιά κάλυψη υπηρεσιακών και συνδικαλιστικών αναγκών και επομένως δεν μπορεί να ασκήσει όπως θα ήθελε και θα έπρεπε τα καθήκοντα του ως προέδρου του Σωματείου στο οποίο ανήκει (βλ. σχετ. Λ. Ντάσιου Εργατικό – Δικονομικό Δίκαιο, τ. Β/1 σελ. 582, Γ. Κατράς “Συνδικαλιστικές οργανώσεις” σελ. 91). Επρέπε, επομένως γιά να πραγματοποιήσει την ανωτέρω μετακίνηση του η καθ`ης, να ζητήσει προηγουμένως την έγκριση της συνδικαλιστικής οργάνωσης στην οποία ανήκει ο αιών – εκκαλών, πράγμα το οποίο δεν έπραξε. Επομένως η μετακίνηση – μετάθεση αυτή του εκκαλούντος δεν έγινε σύννομα και παραπέρα, δεν ήταν αναγκαία, αφού δεν προέκυψε ότι αυτό επιβαλλόταν να γίνει γιά την κάλυψη υπηρεσιακών αναγκών, οι οποίες δεν μπορούσαν να αντιμετωπισθούν διαφορετικά, αλλά έγινε όπως αναφέρθηκε, με σκοπό να εμποδισθεί ο αιτών στην άσκηση των καθηκόντων του ως Πρόεδρος του Σωματείου του και γιά να μειωθεί το κύρος του. Επομένως η εκκαλούμενη απόφαση, με το να δεχθεί τα αντίθετα, δηλ. ότι δεν αποτελεί μετάθεση η ανωτέρω μετακίνηση του αιτούντος – εκκαλούντος και ότι δεν είχε αυτός δικαίωμα προσφυγής στην Επιτροπή του άρθρου 15 Ν. 1264/82, έσφαλε και γι` αυτό πρέπει να εξαφανισθεί και, παραπέρα, κατά την άποψη που επικράτησε στην επιτροπή, να δίνει δεκτή (όχι, βέβαια, κατά το αίτημα γιά ακύρωση της μετάθεσης  και γιά επάνοδο του αιτούντος , με σχετική διάταξη της αποφάσεως της Επιτροπής, στην προγενέστερη θέση, αφού κάτι τέτοιο δεν έχει δικαιοδοσία αυτή να διατάξει, αλλά αποφαίνεται σύμφωνα με το νόμο γιά την “αναγκαιότητα της μετάθεσης»), και να αναγνωρισθεί ότι η ανωτέρω μετακίνηση -μετάθεση του αιτούντος – εκκαλούντος δεν ήταν σύννομη και αναγκαία».

    Αντίστοιχη ερμηνεία υιοθετήθηκε από την νομολογία των πολιτικών Δικαστηρίων -παρά την αντίθετη άποψη του Αρείου Πάγου στην 920/1990 απόφασή του- αφού με τη με αρ.1835/1992 απόφασή του το Εφετείο Αθηνών έκρινε ότι:

    «Επειδή το διευθυντικό δικαίωμα που έχει ο εργοδότης να μεταθέτει το μισθωτό του ανάλογα με τις ανάγκες της επιχειρήσεώς του, περιορίζεται από το άρθρο 14 παρ. 9 του ν. 1264/1982, προκειμένου για τα προστατευόμενα (κατά τις παρ. παρ. 5, 6, 7 και 8 του ιδίου άρθρου και νόμου) συνδικαλιστικά στελέχη και τα ιδρυτικά μέλη, αφού αυτό ορίζει σχετικά ότι δεν επιτρέπεται, ως προς αυτά, μετάθεση χωρίς τη συγκατάθεσή της οικείας συνδικαλιστικής οργάνωσης ή απόφασης της Επιτροπής του άρθρου 15 ν. 1264/1982, σε περίπτωση που η συνδικαλιστική οργάνωση αρνηθεί αδικαιολόγητα να δώσει τη συγκατάθεσή της. Ως μετάθεση νοείται αυτή που γίνεται σε άλλη πόλη ή και στην ίδια πόλη, αλλά σε περιοχή από την οποία παρεμποδίζεται η άσκηση των συνδικαλιστικών καθηκόντων του μισθωτού».

    Την θέση αυτή δέχεται εμμέσως και το Διοικητικό Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης 2436/1992 απόφασή του[2].

    Την αυτή ερμηνευτική εκδοχή υιοθετεί και η πιο πρόσφατη απόφαση με αρ.32349/2008 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης:

    «Η ανωτέρω μετακίνηση του ενάγοντος δεν συνιστά μετάθεση, κατά την έννοια του νόμου, αφού ως τέτοια έπρεπε να θεωρηθεί η μετακίνηση από πόλη σε πόλη (βλ. ΑΠ920/90 ΔΕΝ 48.178 και μειοψηφία του Προέδρου της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής του άρθρου 15 του ν. 1264/1982 του Πρωτοδικείου Αθηνών με αρ. 5/1995, σε ΔΕΝ 1995.997) ή σε κάθε περίπτωση η μετακίνηση εξαιτίας της οποίας ο μετακινούμενος εργαζόμενος -συνδικαλιστής εμποδίζεται στην άσκηση των καθηκόντων του ως συνδικαλιστής, πράγμα το οποίο δεν συντρέχει στην προκείμενη περίπτωση, όπως αναλυτικότερα θα γίνει λόγος παρακάτω»

    Ούτως παρά την αρχικά αυστηρή ερμηνεία του όρου «μετάθεση» στην ρύθμιση του άρθρου 14 παρ.7 ν.1264/1982 από τον Άρειο Πάγο το έτος 1990, η μετέπειτα παγιωθείσα νομολογία των πολιτικών δικαστηρίων υιοθέτησε την σύμφωνη με το γράμμα και το πνεύμα του νόμου άποψη ότι υπό τις περιστάσεις εκάστης υποθέσεως, η μετακίνηση προστατευόμενου συνδικαλιστικού στελέχους σε άλλη περιοχή εντός του αυτού Δήμου, μπορεί να θεωρηθεί μετάθεση κατά την έννοια του άρθρου 14 παρ.9 ν.1264/1982 (και αντίστοιχα άρθρου 30 παρ.5 ν.1264/1982), εφόσον παρεμποδίζει την άσκηση των συνδικαλιστικών του καθηκόντων. Προς τούτο, συνεκτιμώνται οι περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης, όπως τα νέα καθήκοντα του υπαλλήλου (εάν είναι υποδεέστερα ή τελείως διαφορετικά των αρχικών καθηκόντων του μετακινούμενου), η σύγκριση του νέου χώρου εργασίας με τον παλαιό, το εάν συντρέχουν όντως αντικειμενικά υπηρεσιακές ανάγκες που να επέβαλαν την μετακίνηση ή γίνεται αόριστη επίκλησή τους στην οικεία απόφαση μετακίνησης κ.ο.κ.

    Η ερμηνεία αυτή που έχει παγιωθεί στην νομολογία είναι και η ορθή ενόψει του ότι στο ίδιο συμπέρασμα οδηγείται κανείς και με τις γενικές ρήτρες του άρθρου 14 παρ.1 και 2 ν.1264/1982:

    «Προστασία και διευκολύνσεις συνδικαλιστικής δράσης

     

    1.   Τα όργανα του Κράτους έχουν την υποχρέωση να εφαρμόζουν τα απαραίτητα μέτρα για τη διασφάλιση της ανεμπόδιστης άσκησης του δικαιώματος για την ίδρυση και αυτόνομη λειτουργία των συνδικαλιστικών οργανώσεων.

     

    2.   Απαγορεύεται στους εργοδότες, σε πρόσωπα που ενεργούν για λογαριασμό τους και σε οποιονδήποτε τρίτο να προβαίνουν σε οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη που κατατείνει στην παρακώλυση της άσκησης των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων των εργαζομένων και ιδιαίτερα»:

     

    Ούτως, η μετακίνηση προστατευόμενου συνδικαλιστικού στελέχους σε άλλη περιοχή εντός του ίδιου Δήμου, εφόσον άγει σε παρακώλυση άσκησης των συνδικαλιστικών του καθηκόντων[3], συνιστά απαγορευόμενη μετάθεση υπό την έννοια του άρθρου 14 παρ.9 ν.1264/1982 (και 30 παρ.5 ν.1264/1982 αντίστοιχα), αφού είναι σαφές από τις γενικές ρήτρες που προεκτέθηκαν ότι ο νομοθέτης δια των ενδεικτικών απαγορεύσεων του άρθρου 14 ν.1264/1982 προς τους εργοδότες, απέβλεψε στην διασφάλιση της απρόσκοπτης άσκησης των συνδικαλιστικών καθηκόντων των προστατευόμενων συνδικαλιστικών στελεχών. Ούτως, μόνο δια της προκρινόμενης ερμηνείας του άρθρου 14 παρ.9 ν.1264/1982 -ώστε η έννοια της μεταθέσεως να καταλάβει και κάθε μετακίνηση εντός του ίδιου Δήμου εφόσον τούτη παρακωλύει την άσκηση των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων του προστατευόμενου συνδικαλιστικού στελέχους- διασφαλίζεται η επίτευξη του επιδιωκόμενου από του νομοθέτη σκοπού.

    [1] Πρβλ. ΝΣΚ 135/2020.

    [2] «Επειδή, ως προς την παρούσα απόφαση του Δ.Σ. του νοσοκομείου, κατά το μέρος της που αφορά στους ενάγοντες αυτή δεν αντίκειται στις προαναφερόμενες διατάξεις του ν. 1264/1982, κατά τις οποίες δεν επιτρέπεται η μετάθεση συνδικαλιστών χωρίς την συγκατάθεσή τους, εφόσον εν προκειμένω δεν πρόκειται περί μεταθέσεως αλλά περί απλής εσωτερικής μετακινήσεως, από ένα γραφείο σε άλλο μέσα στο ίδιο νοσοκομείο. Ως εκ τούτου, και δεδομένου επίσης ότι οι ενάγοντες δεν αποδεικνύουν την αορίστως άλλωστε – επικαλούμενη παρακώλυση στην άσκηση των συνδικαλιστικών δραστηριοτήτων τους συνεπεία των ενλόγω μετακινήσεων, το Δικαστήριο κρίνει ότι η απόφαση αυτή του Δ.Σ. είναι νόμιμη και ως εκ τούτου δεν γεννάται εξ αυτής αξίωση αποζημιώσεως των εναγόντων. Επειδή, περαιτέρω, ως προς τα παραπάνω απαντητικά έγγραφα του Διευθυντή, δεδομένου ότι αυτά έχουν απλώς πληροφοριακό χαρακτήρα (γνωστοποίηση στους ενάγοντες περί εμμονής του Δ.Σ. στην ανωτέρω απόφασή του), ενώ οι ενάγοντες δεν επικαλούνται συγκεκριμένες ζημιογόνες τους συνέπειες, το Δικαστήριο κρίνει ότι ούτε τα έγγραφα αυτά συνιστούν τις παράνομες πράξεις του εναγομένου, από τις οποίες να γεννάται αξίωση προς αποζημίωση των εναγόντων».

    [3]  Πρβλ. ΝΣΚ 135/2020:

    «8. Από το γράμμα και το πνεύμα των εκτιθέμενων παραπάνω διατάξεων του ν. 1264/1982, προκύπτει ότι η θεσπιζόμενη απαγόρευση μετάθεσης των συνδικαλιστικών στελεχών, χωρίς την έγγραφη συγκατάθεση των ίδιων και της συνδικαλιστικής τους οργάνωσης, είναι απόλυτη και δεν εξαρτάται από τις υπηρεσιακές ανάγκες της Διοίκησης ή από τη γνώση ή άγνοια από αυτήν της προστατευόμενης από το νόμο συνδικαλιστικής ιδιότητας του υπαλλήλου που μετατίθεται (ΣτΕ 68/1988) ή από τη δυνατότητα ακώλυτης ή μη άσκησης της συνδικαλιστικής δραστηριότητας του μετατιθέμενου (ΔΕΑ 100/1992, ΔιΔικ 1992, σελ. 1068). Εξάλλου, για την εφαρμογή της διάταξης αυτής δεν απαιτείται η προστατευόμενη συνδικαλιστική ιδιότητα να υπάρχει πριν από την έναρξη της διαδικασίας της μετάθεσης ή πριν από την έκδοση της γνωμοδότησης του αρμόδιου υπηρεσιακού συμβουλίου, αλλά αρκεί να έχει αποκτηθεί πριν από την έκδοση της πράξης μετάθεσης του αρμοδίου κατά νόμο οργάνου (ΣτΕ 68/1988)».

    ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

    Η μετακίνηση προστατευόμενου συνδικαλιστικού στελέχους σε άλλη περιοχή εντός του ίδιου Δήμου, εφόσον άγει σε παρακώλυση άσκησης των συνδικαλιστικών του καθηκόντων, συνιστά απαγορευόμενη μετάθεση υπό την έννοια του άρθρου 14 παρ.9 ν.1264/1982 (και άρθρου 30 παρ.5 ν.1264/1982 αντίστοιχα).

    Προς τούτο, συνεκτιμώνται οι περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης, όπως τα νέα καθήκοντα του υπαλλήλου (εάν είναι υποδεέστερα ή τελείως διαφορετικά των αρχικών καθηκόντων του μετακινούμενου), η σύγκριση του νέου χώρου εργασίας με τον παλαιό, το εάν συντρέχουν όντως αντικειμενικά υπηρεσιακές ανάγκες που να επέβαλαν την μετακίνηση ή γίνεται αόριστη επίκλησή τους στην οικεία απόφαση μετακίνησης κ.ο.κ.

    About ΤΕΟ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ

    This is a short description in the author block about the author. You edit it by entering text in the "Biographical Info" field in the user admin panel.
    «
    Next
    Νεότερη ανάρτηση
    »
    Previous
    Παλαιότερη Ανάρτηση

    Δεν υπάρχουν σχόλια

    Leave a Reply