Πολύ επιλεκτικά
θυμόμαστε στην Ελλάδα την αρχή της διακρίσεως των εξουσιών. Η θύελλα που
ξέσπασε στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής, εξ αιτίας του
εισαγγελικού πορίσματος για τις υποκλοπές ανέδειξε κατά τραγικό τρόπο το πόσο
προσχηματικά μπορεί να χρησιμοποιηθούν ακόμη και οι θεμελιώδεις αρχές του
πολιτεύματός μας.
εφημερίδα «Εστία»
Διερωτάται
ευλόγως ο πολίτης: Επιτροπή Θεσμών έχουμε. Έχουμε όμως πράγματι Θεσμούς;
Η κυβερνητική
πλειοψηφία απέρριψε το καθολικό αίτημα της αντιπολιτεύσεως να κληθεί η
εισαγγελεύς του Αρείου Πάγου στην Επιτροπή προκειμένου να την ενημερώσει
σχετικά με το πόρισμα. Εδικαιούτο βεβαίως η πλειοψηφία να λάβει αυτήν την
απόφαση. Το ζήτημα που εγείρεται όμως, έχει να κάνει με τις διάφορες αιτιάσεις
που προεβλήθησαν, τόσο από τον εισηγητή της πλειοψηφίας, όσο και από τον
πρόεδρο της Επιτροπής. Εν ολίγοις είπαν ότι το σχετικό αίτημα είναι
αντισυνταγματικό, καθώς δικαστικός λειτουργός μπορεί να κληθεί μόνον για θέματα
λειτουργίας των θεσμών και την ενίσχυση της διαφάνειας και όχι για τον έλεγχο
δικαστικών κρίσεων!
Προφανώς και η
Βουλή ούτε υπέρκειται του ανωτάτου δικαστηρίου, ούτε δικαιούται να επικυρώσει ή
να ακυρώσει εισαγγελικές πράξεις και δικαστικές αποφάσεις. Για ποιον λόγο όμως
προσβάλλεται η αρχή της διακρίσεως των εξουσιών αν ζητήσει να ενημερωθεί; Διότι
ως γνωστόν η Βουλή δεν ελέγχει την δικαστική εξουσία. Μπορεί όμως να την
ακροάται.
Άλλωστε υπάρχουν
ερωτήματα που προκύπτουν και από το πόρισμα του αντεισαγγελέως Αχιλλέως Ζήση
και από την ανακοίνωση της εισαγγελέως Γεωργίας Αδειλίνη. Κάποια εξόφθαλμα
σημεία αναδεικνύει ο συνήθως υποστηρίζων την Κυβέρνηση συνταγματολόγος κ. Νίκος
Αλιβιζάτος, ο οποίος σε άρθρο του στην «Καθημερινή» σημειώνει ότι η ανακοίνωσις
«προκάλεσε μεγάλη απογοήτευση σε πολίτες και νομικούς που θέλουν να πιστεύουν
στην ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης» και επισημαίνει μεταξύ άλλων:
«Το ύφος της
ανακοίνωσης έπρεπε να είναι ξερό ενώ ήταν καθαρά επικοινωνιακό. Ακόμα και αν
έπρεπε να εκδοθεί ειδική ανακοίνωση, που δεν προβλέπεται, η Εισαγγελέας έπρεπε
να κρατήσει αποστάσεις, και δεν το έκανε. Αντί να σταθεί στη στερεότυπη
διατύπωση “δεν προέκυψαν επαρκής ενδείξεις” για να υπάρξει ποινική δίωξη σε
βάρος κρατικών λειτουργών, χρησιμοποιεί το επίρρημα “αναντίλεκτα” για να
ισχυριστεί ότι οι παρακολουθήσεις με το predator δεν είχαν σχέση με αυτές της
ΕΥΠ. Λες και από σύμπτωση, πάνω από 20 πρόσωπα, παρακολουθούνταν και από τους
δυο».
Το ίδιο ισχύει,
γράφει ο καθηγητής και για το επίρρημα «απαρέγκλιτα» που η κ. Αδειλίνη
χρησιμοποιεί για να υπογραμμίσει ότι από την προκαταρκτική εξέταση προκύπτει
πως η κ. Βλάχου εισαγγελέας της ΕΥΠ, τήρησε την νόμιμη διαδικασία, όταν
διέτασσε την άρση του απορρήτου δεκάδων πολιτών.
Και όμως η κ.
Βασιλική Βλάχου είχε προσκληθεί και είχε εμφανισθεί στην Βουλή να δώσει τις εξηγήσεις
που της εζητήθησαν. Τότε δεν ήγειρε κανείς ζήτημα διακρίσεως των εξουσιών.
Θα έπρεπε όμως
να απαντηθεί και το ερώτημα που αφορά στις κατ’ εξακολούθησιν παρακολουθήσεις
πολιτικών προσώπων μέχρι και το τρέχων έτος 2024, διότι όπως ανέφερε στην Επιτροπή
Θεσμών η κ. Κωνσταντοπούλου και αυτό αναφέρεται στο εισαγγελικό πόρισμα. Είναι
άραγε και αυτές οι «επισυνδέσεις» νόμιμες; Και θα καταργούσε την αρχή της
διακρίσεως των εξουσιών μια ερώτησις επ’ αυτού προς την εισαγγελέα του Αρείου
Πάγου;
Αλλά εάν συνεχισθεί
η συζήτησις περί διακρίσεως των εξουσιών, θα πρέπει να σκεφθούμε κατά πόσον την
παραβιάζει το γεγονός ότι η ίδια η Βουλή δια της διασκέψεως των προέδρων της
ψηφίζει και υποδεικνύει πρόσωπα για να τοποθετηθούν σε θέσεις προέδρου,
αντιπροέδρων και εισαγγελέως του Αρείου Πάγου και των άλλων ανωτάτων δικαστικών
σωμάτων.
Εξ άλλου είναι η
Κυβέρνησις, το υπουργικό συμβούλιο που προβαίνει εν τέλει στους διορισμούς.
Αυτό δεν είναι παραβίασις της αρχής διακρίσεως των εξουσιών και θα ήταν το
παραστεί σε μιαν επιτροπή και να απαντήσει σε ερωτήσεις βουλευτών η εισαγγελεύς
του Αρείου Πάγου;
Δεν υπάρχουν σχόλια