Αύγουστος
1974, η σφαγή στο Σύσκληπο – Η μοναδική επιζήσασα ενός εγκλήματος το οποίο δεν
ολοκληρώθηκε με την δολοφονία των αμάχων, θυμάται – «Ήμουν 12 ετών, με βίαζαν
οι Τούρκοι και δίπλα αποκεφάλιζαν τον αδελφό μου»
Του Μανώλη Καλατζή
Έχει περάσει μισός αιώνας από τη τουρκική
εισβολή το 1974. «Ακριβώς μισός αιώνας. Είναι 50 χρόνια» μουρμουρίζει ένας
φίλος που έχασε το σπίτι του εκείνο το καλοκαίρι. Μετράει βασανιστικά ένα-ένα
τα χρόνια που βρίσκεται μακριά από τον τόπο που γεννήθηκε.
Είναι και άλλοι που μετρούν μήνες. Πέρασαν
600 μήνες, από την μέρα που έχασαν τα αδέλφια, τους γονείς, τους φίλους τους.
Δολοφονήθηκαν, σκοτώθηκαν στη μάχη, υπήρξαν απώλειες ενός εγκλήματος διαρκείας.
Μια γυναίκα, σίγουρα όχι η μόνη, μετράει μία – μία τις
μέρες από το καλοκαίρι του 1974. Τις θυμάται όλες και κάθε πρωί παλεύει να τις σβήσει, και να
προσποιηθεί ότι όλα ήταν ο εφιάλτης μιας νύχτας που πέρασε. Ότι είναι πάλι 12
χρονών, όσο ήταν και το καλοκαίρι εκείνο. Ήταν το καλοκαίρι που σταμάτησε να
είναι παιδί. Η
βρώμικη ανάσα των Τούρκων που την βίασαν, το αίμα στα χέρια τους, οι κραυγές,
οι πυροβολισμοί… είναι η απόκοσμη «συντροφιά» της, σε μια ζωή που
προσπαθεί να την κάνει όπως την ζωή των άλλων. Σχεδόν φυσιολογική.
Όλα αυτά τα χρόνια, τους μήνες, τις μέρες
και τις ώρες από τη στιγμή που βρέθηκε στα χέρια των Τούρκων, δεν μίλησε. Δεν
ήθελε να μιλάει. Δεν ήθελε κανένας να ξέρει. Κάποτε όμως τόλμησε. Χωρίς φωτογραφίες,
χωρίς ονόματα, χωρίς λεπτομέρειες, που θα την έβγαζαν από την ανωνυμία την
οποία έχτισε, μίλησε στον συνάδελφο Σωτήρη Παρούτη. Σε ένα προάστιο
της Λευκωσίας, όπου εργάζεται σε ιδιωτική εταιρεία, έξυσε με το νύχι τη μνήμη
της και μίλησε για την δική της ιστορία. Μια ιστορία που δεν γράφτηκε σε κανένα βιβλίο,
απασχόλησε λίγους, εξόργισε ελάχιστους και αγνοήθηκε από πολλούς.
Μπήκαν στο χωριό
Η εκεχειρία, που υποτίθεται ότι ίσχυε στις
23 Ιουλίου 1974, έχει κάνει του λίγους κατοίκους που έμειναν στο χωριό Σύσκληπος,
στις παρυφές του όρους Πενταδάκτυλος, να ελπίζουν πως μπορεί η μπόρα να πέρασε
και πως οι δικοί τους άνθρωποι που εγκατέλειψαν το χωριό, σύντομα θα
ξαναγυρίσουν. Έδιναν δύναμη ο ένας στον άλλο -ηλικιωμένοι οι περισσότεροι- και
μαζεύονταν σε ένα σπίτι στην έξοδο του χωριού που άνηκε στον Ευγένιο
Χατζηηράκλη.
Το σπίτι του Ευγένιου Χατζηηράκλη, στην άκρη του χωριού,
όπου βρήκαν καταφύγιο οι άμαχοι και έμελλε να γίνει μαζικός τάφος
Περίπου 15 – 20 ψυχές. Μεταξύ τους κι ένας
πατέρας με τη 12χρονη κόρη του και τον 19χρονο γιο του. Με τα αυτιά κολλημένα
στο ραδιόφωνο για να μάθουν αν «πετάξαμε τους Τούρκους στη θάλασσα», όπως
μετέδιδε το ΡΙΚ που είχε καταληφθεί στις 15 Ιουλίου από τους πραξικοπηματίες.
Παρακολουθούσαν και τις ειδήσεις στα ελληνικά από τον παράνομο τουρκοκυπριακό
σταθμό «Μπαϊράκ», που θριαμβολογούσε για την επιτυχημένη «ειρηνευτική»
επιχείρηση της Τουρκίας. Η διαλυμένη από το πραξικόπημα, Εθνική Φρουρά είχε
αναδιπλωθεί και το χωριό είχε μείνει αβοήθητο στο έλεος των Τούρκων, οι οποίοι
το κατέλαβαν το βράδυ της 26ης Ιουλίου 1974. Οι Τούρκοι στρατιώτες
συνοδευόμενοι από κάποιους ένοπλους Τουρκοκύπριους άτακτους, βρήκαν στο σπίτι
του γερο-Ευγένιου 14 άτομα. Πήγαιναν κάθε πρωί και τους κατέγραφαν, ώστε να
είναι σίγουροι ότι δεν διέφυγε κάποιος. Φωνές, σπρωξίματα, βρισιές… αλλά μέχρι
εκεί. Ώσπου
έφτασε η 3η Αυγούστου 1974.
Απόγευμα πνιγμένο στο αίμα
Η 12χρονη κάθε φορά που οι Τούρκοι
έμπαιναν στο σπίτι κρατιόταν από το παντελόνι του πατέρα της έχοντας τη
ψευδαίσθηση της ασφάλειας. Ποιος θα μπορούσε να την πειράξει; Δεν μπορούσε στο
παιδικό της μυαλό να σκεφθεί τι θα ήταν αυτό που θα ακολουθούσε το απόγευμα της
3ης Αυγούστου. Το πρωί οι Τούρκοι στρατιώτες, είχαν καταγράψει και πάλι τους
Ελληνοκύπριους που έμεναν στο σπίτι. Επανήλθαν όμως. Από εκείνο το ζεστό
απομεσήμερο του Αυγούστου, το σπίτι έγινε τόπος ενός από τα φοβερότερα
εγκλήματα που διέπραξαν οι Τούρκοι στην Κύπρο. Μιας ασύλληπτης βαρβαρότητας
σφαγή. Συνολικά
στο χωριό καταγράφηκαν 28 αγνοούμενοι εκ των οποίων οι 14 στο συγκεκριμένο
σπίτι. Σε μια σπηλιά βρέθηκαν τα καμένα οστά ενός ζευγαριού τους οποίους
εντόπισαν κρυμμένους οι Τούρκοι και αφού τους έσφαξαν τους έκαψαν
παίρνοντας τα λίγα χρήματα που είχαν μαζί τους για να διαφύγουν σε ασφαλή
περιοχή.
Του πήραν το κεφάλι
Σε ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε το 2004, με
τίτλο: «Κύπρος:
Νησί προς πώληση – Άγνωστες πτυχές της Ειρηνευτικής Επιχείρησης», ο
Τούρκος καθηγητής και συγγραφέας Erol Mutercimler, καταγράφει αυτούσιες μαρτυρίες
Τούρκων αξιωματικών και στρατιωτών που είχαν λάβει μέρος στην εισβολή στην
Κύπρο. Μεταξύ των μαρτυριών είναι και αυτή του αντισυνταγματάρχη πεζικού Salih
Guleryuz, ο οποίος ήταν υποδιοικητής της μονάδας καταδρομών που στρατοπέδευσε
στο χωριό Σύσκληπος. Ο Salih Guleryuz κρατούσε καθημερινό ημερολόγιο και
σε κάποιες σημειώσεις δίνει συγκλονιστικά στοιχεία για τη σφαγή των αμάχων.
Λέει πως το βράδυ της 3ης Αυγούστου 1974 ενημερώθηκε για τη δολοφονία 14 αμάχων
Ελληνοκυπρίων σε ένα σπίτι του χωριού. Ο Guleryuz γράφει στο ημερολόγιο:
·
«3 Αυγούστου 1974… Μάθαμε ότι 14 από τους Ελληνοκύπριους που
έμειναν στο χωριό Σύσκληπος σκοτώθηκαν το βράδυ σε ένα σπίτι. Αυτό το έκαναν
ένας πυροβολητής υπαξιωματικός, δύο στρατιώτες καταδρομείς και δύο πολεμιστές
(Τουρκοκύπριοι άτακτοι). Λήφθηκαν οι καταθέσεις των στρατιωτών μέχρι αργά…».
·
«4 Αυγούστου 1974. Κατά τις πρωινές ώρες ήρθε ο συμμαθητής
μου ο επιτελικός αρχηγός του σώματος στρατού, συνταγματάρχης Μαχμούτ
Μπογουσλού. Πήγαμε μαζί στον Σύσκληπο και βρήκαμε το σπίτι όπου σκοτώθηκαν οι
Ελληνοκύπριοι πολίτες. Σκοτώθηκαν από πυρά με αυτόματα τυφέκια στον προθάλαμο
ενός σπιτιού κοντά στο ορνιθοτροφείο του χωριού. Οκτώ (8) άτομα ήταν πάνω στις
πολυθρόνες και στις καρέκλες πνιγμένα στο αίμα, διάτρητα από σφαίρες στο στήθος
και στο κεφάλι. Στο έδαφος υπήρχαν ακόμα πέντε (5) νεκρά άτομα, άνδρες και
γυναίκες. Κοντά στην είσοδο της πόρτας πάνω σε μια καρέκλα υπήρχε ακόμη ένα (1)
πτώμα χωρίς κεφάλι. Εκεί κοντά ήταν και ένα κορίτσι, Ελληνοκυπριόπουλο ηλικίας
11-12 χρονών… Την είδαμε ενώ προγευματίζαμε με τους στρατιώτες μου στο
ορνιθοτροφείο του Συσκλήπου. Όταν μας είδε αυτή, είπε απελπισμένα καλημέρα,
χαμογελώντας…».
Αυτό το 12χρονο κορίτσι που γλίτωσε από τη
σφαγή έχοντας δει τον πατέρα της νεκρό με το κεφάλι πολτοποιημένο από τις
σφαίρες και τον αδελφό της αποκεφαλισμένο, σήμερα κουβαλάει την μοναδική
αυθεντική μαρτυρία του μαρτυρίου της. Η μοναδική επιζήσασα ενός εγκλήματος το οποίο
δεν ολοκληρώθηκε με την δολοφονία των αμάχων.
Την βίαζαν και σκότωναν
Η 12χρονη που είχε επιζήσει είχε μιλήσει
μετά από 44 χρόνια για πρώτη φορά. Την μαρτυρία της είχε καταγράψει ο
συνάδελφος Σωτήρης Παρούτης και την μετέφερε αυτούσια χωρίς παρεμβάσεις.
Άλλωστε τι παρέμβαση μπορεί να γίνει στην εξιστόρηση ενός εγκλήματος, από ένα
εκ των θυμάτων; Είχε
πει η μοναδική επιζήσασα για το απόγευμα της 3ης Αυγούστου 1974:
«Εμένα με πήρανε πρώτη. Ο πατέρας μου είχε
καταλάβει τι επρόκειτο να γίνει. Φώναζε, έπεσε κάτω και τους παρακαλούσε. Με
είχαν πάρει από εκεί που ήμασταν μαζεμένοι όλοι και με πήγαν στην άκρη του
σπιτιού όπου ήταν το μπάνιο. Εγώ τον άκουγα ακόμη που φώναζε. ‘Ακουγα και τον
αδελφό μου επίσης. Έτσι ξεκίνησε ο βιασμός. Ερχόντουσαν και με βίαζαν και
έφευγαν. Ύστερα από λίγο άκουσα πυροβολισμούς και φωνές. Εμένα με κρατούσαν
εκεί. Όταν τέλειωσαν οι πυροβολισμοί φύγανε και αυτοί. Με άφησαν μόνη μου μέσα
στο μικρό δωμάτιο του μπάνιου. Έμεινα εκεί πεσμένη, κατατρομαγμένη και
σοκαρισμένη. Πέρασε νομίζω κανένα μισάωρο και σκεφτόμουνα πως μπορούσα να
ανοίξω την πόρτα, να βγω έξω και να φύγω… Από το μικρό παραθύρι έβλεπα ότι δεν
υπήρχε κανένας. Μετά το γκαράζ του σπιτιού μας ήταν τα χωράφια… Μόλις όμως
έκανα τη σκέψη να βγω και να φύγω, μπήκε κάποιος και με άρπαξε. Με έβγαλε από
την πίσω πόρτα. Εγώ ήμουνα ξυπόλητη. Σε μαύρο χάλι. Με πήγε από γύρω από το
σπίτι. Κάποια στιγμή μου έδειξε ότι έπρεπε να φορέσω παπούτσια. Του λέω ‘δεν
έχω’. Για να βρω παπούτσια έπρεπε να μπω ξανά στο σπίτι και να πάω στο δωμάτιό
μου. Με πήγε μέσα. Πέρασα από τον χώρο όπου ήταν όλα τα πτώματα. Και του πατέρα
μου και του αδελφού μου… Φόρεσα παπούτσια και βγήκα από το δωμάτιό μου. Ο άλλος
που με συνόδευε ήταν μαζί μου».
Αποκεφαλισμός και συνεχείς βιασμοί
Η 12χρονη, το 1974, μοναδική επιζήσασα της σφαγής του Συσκλήπου θυμήθηκε
στη συγκλονιστική μαρτυρία της: «Τα πτώματα ήταν δεκαπέντε, είκοσι, δεν τα
μέτρησα. Το πτώμα του αδελφού μου ήταν πάντως με κομμένο το κεφάλι. Αυτός που
με συνόδευε με πήρε να φύγουμε από το σπίτι. Έκλαιγα διαρκώς. Ούτε μπορούσα να
μιλήσω, ούτε να συνειδητοποιήσω το μέγεθος του κακού. Προστέθηκαν και δυο-τρεις
άλλοι κατά την απομάκρυνσή μου από το σπίτι. Με πήγαν μέσα στο χωριό. Σούρουπο
πια, με έβαλαν σε ένα άλλο σπίτι. Το σπίτι της Μ… Εκεί ξεκίνησαν πάλι τον
βιασμό. Ένας έμπαινε, ένας έβγαινε στο δωμάτιο, όπου με κρατούσαν. Πέρασε, δεν
θυμάμαι ακριβώς πόσος χρόνος. Κανένα μισάωρο, καμιά ώρα… και άκουσα έναν
πανικό. Ξαφνικά έφυγαν όλοι. Εγώ έμεινα εκεί. Τρομαγμένη στο κρεβάτι.
Μπροστά στους βιαστές
Η συγκλονιστική μαρτυρία συνεχίζεται:
«Ύστερα από κανένα πεντάλεπτο μπήκε κάποιος. Όχι από αυτούς που ήταν
προηγουμένως. Με έπιασε από το χέρι και με έβγαλε έξω. Είδα ένα στρατιωτικό
τζιπ να πλησιάζει. Μόλις έφθασε το τζιπ, οι βιαστές έφυγαν όπως-όπως. Ορισμένοι
όμως παρέμειναν. Προτού καλά-καλά σταματήσει το αυτοκίνητο, κατέβηκε ‘το
παιδί’, που σας είπα στην αρχή (Τούρκος αξιωματικός που είχε αναπτύξει καλή
σχέση με τον αδελφό της πριν τον αποκεφαλίσουν), ήρθε κοντά μου και με έπιασε
από το χέρι. Χάρη σε αυτόν σώθηκα! Μου μίλησε στα αγγλικά… εγώ συνέχιζα να
κλαίω. Δεν μπορούσα να μιλήσω. Είδε όμως το χάλι μου. Οι υπόλοιποι που ήταν στο
τζιπ κατέβηκαν και αυτοί κάτω και πρόταξαν τα όπλα στους υπόλοιπους, μιλώντας
τη γλώσσα τους. Εγώ δεν καταλάβαινα. Ήρθε κοντά μου και πάλι ο νεαρός
αξιωματικός και μου έγνεψε να του δείξω ποιοι. Μου μιλούσε στα αγγλικά,
επιτακτικά: «Show me», «who?», «who did this? (Δείξε μου. Ποιος το έκανε;)».
Αν και δώδεκα χρόνων -και μετά από όλο
αυτό το βασανιστήριο που πέρασα- ήμουν σε θέση να διερωτηθώ μόνη μου: ‘τι να πω
και τι θα γίνει εάν πω;’. Αστραπιαία σκέφτηκα, ανακουφισμένη κάπως, ότι το
μυαλό μου ακόμη δούλευε!
Σας τα λέω με λεπτομέρεια, όλα όσα έχουν
μείνει αποτυπωμένα στη μνήμη μου. Έκανα λοιπόν με τους ώμους μου την κίνηση ότι
τάχα δεν ξέρω. Εκείνος με τη σειρά του έδιωξε τους διάφορους, με έβαλε στο
αυτοκίνητο και ανηφορίσαμε στο βουνό, πάνω από το χωριό όπου ήταν το στρατόπεδο
τους. Επικρατούσε χάος εκεί, πολλά πράγματα του πολέμου, οχήματα, στρατιώτες,
όπλα, κανόνια κ.λπ. Από ό,τι αντιλήφθηκα, με πήρε αμέσως στον ανώτερό του, ίσως
τον διοικητή του στρατοπέδου. Του εξήγησε, από ό,τι κατάλαβα, τι έγινε. Αυτός
με πήρε και με έβαλε στο δωμάτιό του. Μου ετοίμασαν κρεβάτι το οποίο εφαπτόταν
του τοίχου. Ξαναήρθε ‘το παιδί’ που με πήρε από τα χέρια τους και μου εξήγησε
με λίγα αγγλικά ότι ο λόγος που με έδωσε στον διοικητή ήταν για να είμαι
ασφαλής, διότι δεν ήξερε, όπως συμπλήρωσε, τι άλλο θα μπορούσε να συμβεί. Έτσι
λοιπόν έμεινα όλο το βράδυ στο δωμάτιο του διοικητή…».
Ανάρρωση στην Τουρκία
Η 12χρονη (το 1974), στη μαρτυρία που
έδωσε, ανέφερε ότι από το στρατόπεδο που την είχαν μεταφέρει οι Τούρκοι έβλεπε
το σπίτι της και την μεταφορά των πτωμάτων μέσα σε μαύρες σακούλες. Στη
συνέχεια την πήγαν σε αστυνομικό τμήμα και έδωσε κατάθεση και νοσηλεύτηκε σε
στρατιωτικό νοσοκομείο υπό συνεχή επίβλεψη για να μην της συμβεί κάτι. Με
στρατιωτικό αεροπλάνο την πήγαν στην Άγκυρα και μετά στα Άδανα όπου νοσηλεύτηκε
σε νοσοκομείο. Θυμάται ότι κάποια μέρα στο διάδρομο είδε έναν Ελληνοκύπριο
ασθενή με πατερίτσες και την ρώτησε αν είναι Χριστιανή. Πριν προλάβει να του
απαντήσει παρενέβησαν στρατιώτες και η συνομιλία διακόπηκε. Θυμάται ότι της
φέρθηκαν καλά στην Τουρκία και την πίεζαν να φάει γιατί είχε αδυνατήσει
υπερβολικά και είχε συνεχείς αιμορραγίες. Όταν αισθάνθηκε καλύτερα την
μετέφεραν πίσω στα κατεχόμενα και μετά από κάποιες διαδικασίες, τον Νοέμβριο
την παρέδωσαν στον ΟΗΕ, ο οποίος με τη σειρά του την μετέφερε στις ελεύθερες
περιοχές. Αναζητούσε τη μητέρα της η οποία με τα άλλα αδέλφια της, είχαν εγκαταλείψει
τη Λευκωσία λόγω της εισβολής. Για μήνες στάθηκε αδύνατο να εντοπιστεί η μητέρα
η οποία καθημερινώς πήγαινε στο σημείο που επέστρεφαν οι αιχμάλωτοι και ζητούσε
τη κόρη της.
«Κόρη μου στάσου όρθια»
Στη μαρτυρία της θυμάται ότι την μετέφεραν
στο γραφείο του τότε Προέδρου της Βουλής, Γλαύκου Κληρίδη, που προήδρευε του
κράτους καθώς ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος κατά το πραξικόπημα είχε διαφύγει στη
Βρετανία. «Εκεί με άκουσε ο Πρόεδρος με μεγάλο σεβασμό για δύο ώρες. Χωρίς να
με ρωτά λεπτομέρειες. Μου είπε όμως μια κουβέντα που τη θυμάμαι μέχρι σήμερα:
‘’Ακου κόρη μου. Όπως σε έριξαν κάτω και σηκώθηκες -γιατί έχεις σηκωθεί πια-
έτσι θα πρέπει να μείνεις. Δεν έχεις να δώσεις λογαριασμό σε κανέναν ούτε για
το τι έχεις περάσει ούτε για το τι δεν πέρασες». Στη συνέχεια βρέθηκε με τη
μητέρα της και τα αδέλφια της και συνέχισε τη ζωή της με τον εφιάλτη να τη
κυνηγά. «Είναι περιττό να σας πω ότι για δύο χρόνια με τον παραμικρό θόρυβο που
άκουγα έμπαινα κάτω από το κρεβάτι. Δύο χρόνια δεν μπορούσα να δω ένστολο. Ερχόταν
ο αδελφός μου που υπηρετούσε τη θητεία του στην Εθνική Φρουρά και έβγαζε τη
στολή έξω από το σπίτι. Έξω από την πόρτα και μετά έμπαινε μέσα. Αυτά!».
Δικάστηκε ένας
Για την σφαγή στο Σύσκπληπο έχει υπάρξει
παραδοχή της Τουρκίας,
η οποία ωστόσο φορτώνει το έγκλημα σε άτακτους ένοπλους Τουρκοκύπριους, υποστηρίζοντας ότι οι
Τούρκοι στρατιώτες δεν είχαν εμπλοκή. Οι μαρτυρίες και τα
στοιχεία δείχνουν πως οι Τούρκοι στρατιώτες είναι αυτοί που διέπραξαν και τους
βιασμούς και τις εν ψυχρώ δολοφονίες αμάχων. Αν και στις καταθέσεις που είχαν
ληφθεί κατονομάζονταν οι δράστες, τελικά λόγω της δεύτερης φάσης του Αττίλα τον
Αύγουστο του 1974, αυτοί
συγκαλύφθηκαν και εστάλησαν στην Αμμόχωστο. Για να δημιουργηθεί
άλλοθι συνελήφθη μόνο ένας Τουρκοκύπριος με το όνομα Αλί, από το γειτονικό
χωριό Φώτα και εστάλη στην Τουρκία για να δικαστεί. Καταδικάστηκε και
φυλακίστηκε για περίπου ένα χρόνο. Ο τουρκικός στρατός που μετέφερε τα πτώματα
από το σπίτι, μέχρι σήμερα δεν έχει αποκαλύψει που τα έθαψε ή τα έκαψε. Έχουν
γίνει πολλές ανασκαφές σε γύρω περιοχές χωρίς όμως να εντοπιστούν λείψανα για
να ταυτοποιηθούν οι αγνοούμενοι.
Δεν υπάρχουν σχόλια