Οι επιστήμονες λένε ότι ο άνθρωπος είναι κοινωνικό ον. Δηλαδή από τη φύση
του θέλει να ζει μαζί με άλλους, εξόν και πάσχουν από ψώρα καθόσον όπως λέει ο
σοφός λαός, πλην ειδικών περιπτώσεων, που δεν είναι σοφός, «όλοι όλοι αντάμα
και ο ψωριάρης χώρια». Αλλά αυτή είναι εξαίρεση και εμείς την αγνοούμε και
περνάμε στο κανόνα.
·
Γράφει ο Χρήστος Μπολώσης
Πάντα λοιπόν οι άνθρωποι ήθελαν να ζούνε μαζί, εκτός και όταν ήταν
τσακωμένοι. Αυτός είναι ο κανόνας και εμείς τον αγνοούμε, διότι αν δεν τον
αγνοήσουμε, ούτε τηλέφωνο θα εφευρεθεί ούτε τίποτα.
Και όλα αυτά συνέβαιναν όταν οι άνθρωποι, τα κοινωνικά όντα που λέγαμε,
είναι κοντά. Όταν όμως απομακρυνθούν αλλήλων και μερικοί φεύγουν σε μέρη
αλαργινά τι γίνεται; Τίποτα. Στα αρχαία χρόνια δεν γινόταν τίποτα. Έλεγε π.χ ο
ένας:
·
Θα σου τηλεφωνήσω όταν φτάσω. Απαντούσε
ο άλλος
·
Πώς ρε κι’ αφόσον δεν έχει ανακαλυφθεί
ακόμα το τηλέφωνο;
·
Ορθόν και δε το σκέβηκα
Και η συζήτηση τερματιζόταν εκεί.
Έχετε διαβάσει το ποίημα «Του νεκρού αδελφού» να σας σηκωθεί η τρίχα
κάγκελο από την τρομάρα; Αν όχι κακώς και να το διαβάσετε. Σε μια στιγμή η
αδερφή είχε πάει να βρει τον αδελφό της ο οποίος όμως είχε εγκαταλείψει τον
μάταιο τούτο κόσμο και δεν το είχε πει κανενός. Και να πως έχει η
υπόθεση. Πρόκειται για την ιστορία μίας οικογένειας με εννιά γιους και μία
κόρη. Η μοναχοκόρη (η Αρετή) παντρεύεται σε ξένο τόπο, ενώ τα αδέλφια της
πεθαίνουν. Η μάνα μένει ολομόναχη και ένας από τους νεκρούς της γιους (ο
Κωνσταντίνος) σηκώνεται από τον τάφο και φέρνει πίσω την κόρη, αφού νωρίτερα
είχε συνηγορήσει θερμά να παντρευτεί στα ξένα (στην Βαβυλώνα) της είχε
ορκιστεί, αν την χρειασθεί, να την φέρει πίσω.
Όταν λοιπόν ο Κωνσταντής πάει στα ξένα, στη Βαβυλώνα (Η Wikipedia, αναφέρει
σχετικώς: Η Βαβυλώνα, ήταν αρχαία περίφημη πόλη που για
ολόκληρους αιώνες ήταν η πρωτεύουσα του Βαβυλωνιακού κράτους. Ήταν κτισμένη πάνω στις δύο όχθες του
ποταμού Ευφράτη, στην επαρχία της Βαβυλωνίας του σημερινού Ιράκ περίπου
85 χιλιόμετρα νότια της σημερινής πρωτεύουσας της χώρας Βαγδάτης στην πόλη Χιλάχ. Περιτριγυρισμένη από ένα
τεράστιο τείχος, που είχε συνολικό μήκος 85 χλμ., ύψος που έφθανε τα 50 μ. και
κάπου τριακόσιους εξήντα πύργους σε απόσταση πενήντα μέτρων ο ένας από τον
άλλον, υπήρξε η μεγαλύτερη οχυρωμένη πόλη ολόκληρης της Ανατολής).
Εκεί λοιπόν, είχε λημεριάσει η Αρετή και αν ήταν σήμερα θα την
είχε κάνει με ελαφρά πηδηματάκια, τόσος χαμός που γίνεται εκεί πέρα και θα
έψαχνε αναλυτές να την ενημερώσουν.
Βρίσκει το λοιπόν την Αρετή ο Κωνσταντής, αλλά επειδή αυτή δεν ήταν
μούσμουλο ψυλλιάστηκε ότι κάτι δεν πάει καλά. Κάτι αδυνατίσματα του Κωνσταντή,
κάτι πεσμένα μαλλιά, κάτι μυρωδιές από λιβάνια, την πονήρεψαν αλλά δεν έδωσε
σημασία (Θα κάνει δίαιτα, σκέφτηκε, διότι είχε γίνει σαν παιδοβούβαλο). Όμως τα
πουλάκια που συνόδευαν τους ταξιδιώτες άρχισαν τις μουρμούρες. Η Αρετή δεν
ανησύχησε (Θα είναι Fake news, σκέφτηκε), αλλά την ερώτησή της την έκανε:
·
Άκουσες Κωνσταντίνε μου τι λένε τα
πουλάκια;
Η συνέχεια παρακάτω, που σας έχω ολόκληρο το ποίημα, αλλά μη το διαβάσετε
βράδυ, να μην αγριευτείτε
Τα πουλάκια λοιπόν που άκουσαν της συζήτηση περί τα τηλέφωνα τη μετέφεραν
αυτούσια στους επιστήμονες και τους ρώτησαν:
·
Ρε σεις τι κάθεστε και ξυνόσαστε; Γιατί
δεν βάζετε τον απαυτό σας κάτω να ανακαλύψετε το τηλέφωνο να μπορούν να μιλάνε
οι άνθρωποι και να τα κονομάει ο ΟΤΕ και η Τέλεκομ που μπήκε αφεντικό του;
Οι επιστήμονες ξανακάθισαν και συνέχισαν να ξύνονται και μετά από ένα χρόνο
είπαν:
·
Συγγνώμη αλλά το τηλέφωνο δεν μπορέσαμε
να το εφεύρουμε ακόμη. Μίαν ετέραν φοράν
·
Και τι κάνατε ένα χρόνο ρε;
·
Σας παρακαλώ και να λείπουν τα «ρε».
Ανακαλύψαμε τις πιλάλες.
·
Ποιες πιλάτες ρε σεις; Με γυμναστική θα
επικοινωνούν οι αθρώποι;
·
Συγγνώμη κύρια πουλάκια, αλλά μάλλον δεν
ακούτε καλώς μετά τας οκτώ. Να πώς δουλεύει το σύστημα. Νικάμε που λέτε τους
πέρσες στο Μαραθώνα, πλακώνει τις πιλάλες ο Φειδιππίδης και σε τρεις
τέσσερις ώρες, φτάνει το νέο στην Αθήνα, αλλά ήταν απροπόνητος και μόλις έφτασε
είπε «νενικήκαμεν» και πόθανε, εκεί στα σκαλάκια του Μαξίμου, δίπλα στον
Πίνατς. Τουτέστιν έσκασε.
Τα πουλάκια στραβωμουτσουνιάσανε και είπαν στους ανθρώπους: «Α παρατάτε μας
ρε. Βρείτε τα μόνοι σας».
Τα πράγματα σκούρυναν και οι επιστήμονες τα χρειάστηκαν. «Ρε δεν θες να μας
πάρουμε με τις πέτρες», σκεφτήκανε και ξαναρχίσαν να σκέφτονται. Πάνω στη σκέψη
τη πολλή, πετάγεται ένας από αυτούς
·
Το βρήκα! Θ’ ανάψουμε
φωτιές.
·
Τι φωτιές ρε, θα μας μπαγλαρώσει ο
Κικίλιας, ώσπου να πεις κύμινο.
·
Όχι ρε, δεν λέω τέτοιες φωτιές που
πιάνουνε τυχαία (εδώ κάποιος ξερόβηξε και δεν ξέρω γιατί) και τον άλλο χρόνο
γεμίζουμε ανεμογεννήτριες. Λέω οργανωμένα πράγματα και εξηγούμαι. Θα φτιάξουμε
λοφάκια (τούμπες θα τις πούμε), θα βάζουμε εκπαιδευμένους που θα ανάβουν φωτιές
με τέτοιο τρόπο που να μεταδίδουν μηνύματα. Κάθε δύο τρία χιλιόμετρα,
στήνουμε και μία τούμπα και να το δίκτυο του ΟΤΕ έτοιμο.
·
Ποιού ΟΤΕ ρε; Τι είναι αυτό;
·
Έτσι θα το πούνε μετά από 2.500 χρόνια.
Εμείς θα τις λέμε Φρυκτωρίες.
Το πράγμα όμως δεν πολυάρεσε στα κοινωνικά όντα.
·
Άντε φύγε από δω ρε που θα σηκώνουμε
λόφους, θα κουβαλάμε ξύλα και τέτοια. Βρείτε ρε κάτι καλύτερο.
Τότε πέταξε πάνω από τους επιστήμονες ένα περιστέρι, που τους
κουτσούλισε κιόλας.
·
Το βρήκα, φώναξε κάποιος, να
εκπαιδεύσουμε περιστέρια.
·
Τι ρε θα τα μάθουμε να μιλάνε; είπε
κάποιος εξυπνάκιας.
·
Όχι. Θα τα μάθουμε να πηγαίνουν όπου τα
στέλνουμε
·
Και πώς θα γίνει αυτό ρε;
·
Ρε δεν έχετε ακούσει το τραγούδι του
Γιάννη Σπανού σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου που λέει: «Θα σου στείλω
περιστέρι, με μια παραγγελιά…».
·
Ρε πας καλά; είπε ο Στούμπος ο
αλλήθωρος. Αυτό θα γραφτεί το 1969 ρε σύ.
Ο προλαλήσας σε μια στιγμή κόμπιασε αλλά μετά συνέχισε.
·
Να πώς και παρακαλώ να λείπουν οι
διακοπές και οι εξυπνάδες. Θα πιάσουμε περιστέρια, από αυτά τα μεγάλα τα
ψωμομέενα, τα νευρώδη, θα τα βάλουμε να λημεριάσουν εδώ κοντά μας, να μας
γνωρίσουν και να μας συνηθίσουν. Τώρα φεύγει ο στρατός μας και παγαίνει να
πολεμήσει μακριά κι’ αλάργα. Θα κουβαλάει μαζί του και δυό λόχους
περιστέρια από τα εκπαιδευμένα και όταν θα θέλει να στείλει μήνυμα, θα το
γράφει σε ένα πάπυρο, θα τον δένει στο πόδι των περιστεριών και θα τ’ αμολάει.
Το περιστέρι επιθυμεί να γυρίσει στη φωλιά του οπότε «καλώς το κι’ ας άργησε».
Το κακό, ήταν ότι η μέθοδος αυτή, δεν παρείχε ασφάλεια, καθόσον
υπήρχαν κάποιοι που ντουφεκάγανε τα περιστέρια και κάποιοι άλλοι, πριν
εφευρεθεί το ντουφέκι, που τα σφεντονιάζανε με τα λάστιχα, να τα κάνουνε
το μεσημέρι με πιλάφι.
Είδανε λοιπόν τα κοινωνικά όντα ότι με τα πτηνά δεν γινόταν δουλειά και
στριμώξανε ξανά τους επιστήμονες.
·
Ρε θα κάνετε δουλειά σωστή; Ρε βρείτε
κάνα τελέφωνο, κάνα τελέγραφο, κάτι τέλος πάντων, διότι τα περιστέρια και μας
έχουν καταχ….σει και τα αποτελέσματα είναι πενιχρότατα.
Οι επιστήμονες τότε τα χρειάστηκαν διότι φοβήθηκαν ότι εκτός από την φάπα
που ήταν επικειμένη θα τους έκοβαν και την επιδότηση και τόριξαν στη σκέψη. Και
να δεις που βρήκαν λύση.
Και φτάνουμε στο 1793. Μέχρι τότε όλο και κάτι βρίσκανε αλλά το μεγάλο μπαμ
γίνεται τότε όταν οι αδελφοί Chappe επινόησαν του Σημαφόρους, το οποίον πάνω σ’
έναν στύλο βάζανε κάτι κινητούς βραχίονες που ανάλογα με την θέση που
έπαιρναν σχημάτιζαν και ένα γράμμα. Τρέχα γύρευε δηλαδή.
Το 1837, οι Cooke και Wheatstone, εφευρίσκουν τον τηλέγραφο, ενώ ο Morse,
παρουσιάζει τον δικό του τηλέγραφο.
Και από ‘κει και πέρα άντε να τους μαζέψεις τους επιστήμονες. Γκράχαμ Μπέλ,
Γουλιέλμος Μαρκόνι, Τόμας Έντισον και πολλοί άλλοι βάζουν το λιθαράκι
τους (ή την κοτρώνα τους) και φτάνουμε στο σήμερα.
Σήμερα το κινητό τηλέφωνο (μάλλον «φορητό» έπρεπε να το λέμε), έχει μπει
για τα καλά στη ζωή μας. Γιορτάζει ό φίλος σου; Πάνε εκείνες οι φασαριόζικες
και μπελαλίδικες επισκέψεις. Τώρα τον παίρνεις ένα τηλέφωνο και μάλιστα
πουλώντας του και εκδούλευση του λες «χρόνια πολλά και δεν το κρατάω το
τηλέφωνο διότι, μέρα που είναι, θα έχει σπάσει. Άντε γεια» και καθάρισες.
Μερικοί καταφεύγουν και στο μήνυμα. «Πολύχρονος» και, έτσι, πάλι
καθάρισες.
Ακόμη με το κινητό ανταλλάσσονται και πνευματοδέστατοι διάλογοι, όπως οι
παρακάτω:
-Έλα πού είσαι ;
-Στο μετρό. Φτάνω σε 2 λεπτά.
– Καλά, τα λέμε. Ή
– Μαμά βγάλε τα μακαρόνια με τον κυμά από το ψυγείο να ξεπαγώσουν.
Και άλλα παρεμφερή, χωρίς βέβαια να παραβλέπονται και τα σοβαρά
τηλεφωνήματα, αλλά αυτά μάλλον είναι σταγόνα στον ωκεανό.
Στο παρακάτω σχήμα, βλέπετε μια αναπαράσταση των διαβιβάσεων και των διαβιβαστών, από το 450 π.Χ. μέχρι σήμερα. Το έργο αυτό, βρίσκεται στην Σχολή Αξιωματικών Διαβιβάσεων στο Χαϊδάρι
● Του νεκρού αδελφού
Διαβάζω στην ιστοσελίδα «φωτόδεντρο»
Η υπερφυσική ιστορία του νεκρού αδελφού,
που τον σηκώνουν από το μνήμα οι κατάρες της μάνας, για να εκπληρώσει την
υπόσχεση που έδωσε, είχε, όπως μαρτυρούν οι πολλές παραλλαγές, ευρύτατη διάδοση
όχι μόνο σε όλο τον ελληνικό χώρο, αλλά και στους βαλκανικούς και τους άλλους
λαούς της Ευρώπης.
Η προέλευση του τραγουδιού αυτού έχει απασχολήσει πολύ τους μελετητές.
Σήμερα όλοι συμφωνούν ότι το τραγούδι είναι από τα πιο παλιά ελληνικά τραγούδια
και πλάστηκε πριν από τον 9ο μ.Χ. αιώνα στην περιοχή της Μ. Ασίας. Ακόμη
υποστηρίζεται ότι ο μύθος του συνδέεται με την αρχαία μυθολογία, την επάνοδο
του Άδωνη στη γη ή την ιστορία της Δήμητρας και της Κόρης.
Το θέμα το έχουν χρησιμοποιήσει στα έργα τους πολλοί λογοτέχνες, Έλληνες
και ξένοι. Ο C. Fauriel είχε επισημάνει τις ομοιότητες που παρουσιάζει η
μπαλάντα Λεονόρα (1773) του Γερμανού ποιητή G. A.
Bürger με το Τραγούδι του νεκρού αδελφού. Από τους Έλληνες
δραματοποίησαν το τραγούδι ο Αργ. Εφταλιώτης, ο Φώτος Πολίτης και ο Ζ.
Παπαντωνίου.
Μάνα με τους εννιά τους γιούς και με τη μια σου κόρη,
την κόρη τη μονάκριβη, την πολυαγαπημένη,
την είχες δώδεκα χρονών κι ο ήλιος δεν την είδε·
στα σκοτεινά την έλουζες, στ’ άφεγγα την επλέκας,
στ’ άστρα και στον αυγερινό, έφκιανες τα σγουρά της.
Όπου σε φέραν προξενιά από τη Βαβυλώνα
να την παντρέψεις στα μακριά, πολύ μακριά στα ξένα.
Οχτώ αδελφοί δε θέλουνε κι ο Κωσταντίνος θέλει.
-Δώσ’ τηνε μάνα, δώσ’ τηνε την Αρετή στα ξένα,
στα ξένα κει που περπατώ, στα ξένα που παγαίνω,
να ‘χω κι εγώ παρηγοριά, να ‘χω κι εγώ κονάκι.
-Φρόνιμος είσαι, Κωσταντή, κι άσχημ’ απελογήθης·
κι αν μ’ έρθει, γιέ μου, θάνατος αν μ’ έρθει, γιέ μ’, αρρώστια,
κι αν τύχει πίκρα για χαρά, ποιος θα με τηνε φέρει;
Τον Θεό της έβαλ’ εγγυτή και τους αγιούς μαρτύρους,
αν τύχει κι έρθει θάνατος, αν τύχει κι έρθει αρρώστια,
κι αν τύχει πίκρα για χαρά, να πάει να τη φέρει.
Και σαν την επάντρεψαν την Αρετή στα ξένα,
και μπήκε χρόνος δίσεκτος και μήνες οργισμένοι,
κι έπεσε το θανατικό κι οι εννιά αδελφοί πεθάναν,
βρέθηκε η μάνα μοναχή σαν καλαμιά στον κάμπο.
Παιδάκια κοιλοπόνεσε, παιδιά δεν έχ’ κοντά της·
χορτάριασε η πόρτα της, πρασίνισε κι η αυλή της.
Στα οχτώ μνήματα δέρνεται, στα οχτώ μοιρολογάει,
στου Κωσταντίνου το θαφτό τις πλάκες ανασκώνει.
-Σήκω, Κωσταντινάκη μου, την Αρετή μου θέλω·
τον Θεό μου ‘βαλες εγγυτή και τους αγιούς μαρτύρους,
αν τύχει πίκρα για χαρά, να πας να με τη φέρεις.
Ο Κωσταντής ταράχτηκε ‘πο μέσα το μνημούρι·
κάνει το σύννεφ’ άλογο και τ’ άστρο σαλιβάρι,
και το φεγγάρι συντροφιά και πάγει να τη φέρει.
Παίρνει τα όρη πίσω του και τα βουνά μπροστά του,
βρίσκει την και χτενίζονταν έξω στο φεγγαράκι.
Από μακριά τη χαιρετά κι από μακριά της λέγει:
-Περπάτησ’, Αρετούλα μου, κι η μάνα μας σε θέλει.
-Αλίμονο, αδελφάκι μου, και τί είν’ τούτ’ η ώρα;
Αν είναι ίσως για χαρά, να βάλω τα χρυσά μου,
κι αν είναι πίκρα, πες με το, να ‘ρθω καταπώς είμαι.
-Περπάτησ’, Αρετούλα μου, κι έλα καταπώς είσαι.
Στη στράτα που διαβαίνανε, στη στράτα που πηγαίναν,
Ακούν πουλιά να κελαηδούν, ακούν πουλιά να λένε:
-Ποιος είδε κόρην όμορφη να σερν’ αποθαμένους;
-Άκουσες, Κωσταντάκη μου, τί λένε τα πουλάκια;
«Ποιος είδε κόρην όμορφη αν σερν’ αποθαμένους!»
-Λωλά πουλιά κι ας κελαηδούν, λωλά πουλιά κι ας λένε.
-Τί βλέπουμε τα θλιβερά, τα παραπονεμένα,
να περπατούν οι ζωντανοί με τους αποθαμένους!
-Άκουσες, Κωσταντάκη μου, τί λένε τα τα πουλάκια;
Πως περπατούν οι ζωντανοί με τους αποθαμένους.
-Πουλάκια ειν’ κι ας κελαηδούν, πουλάκια ειν’ κι ας λένε.
-Φοβούμαι σε, αδελφάκι μου, και λιβανιές μυρίζεις.
-Εχτές βράδυ επήγαμε πέρα στον Αι-Γιάννη,
και θύμιασέ μας ο παπάς με περισσό λιβάνι.
Και παραμπρός που πήγαιναν κι άλλα πουλιά τους λένε:
-Θεέ μεγαλοδύναμε, μεγάλο θάμα κάνεις,
τέτοια πανώρια λυγερή να σέρν’ αποθαμένους.
Τ’ άκουσε πάλ’ η λυγερή και ράγισ’ η καρδιά της.
-Άκουσες, Κωσταντάκη μου, τι λένε τα πουλάκια;
Πες με πού’ν’τα μαλλάκια σου, του πηγουρό μουστάκι;
-Μεγάλ’ αρρώστια μ’ έβρηκε, μ’ έριξε του θανάτου,
με πέσαν τα ξανθά μαλλιά, το πηγουρό μουστάκι.
Βρίσκουν το σπίτι κλειδωτό, κλειδομανταλωμένο,
και τα σπιτοπαράθυρα πού ‘ταν αραχνιασμένα.
-Άνοιξε, μάνα μ’, άνοιξε και να την η Αρετή σου.
-Αν είσαι Χάρος διάβαινε κι άλλα παιδιά δεν έχω·
και μέν’ η Αρετούλα μου λείπ’ μακριά στα ξένα.
-Άνοιξε, μάνα μ’, άνοιξε κι εγώ είμ’ ο Κωσταντής σου·
εγγυτή σου ‘βαλα τον Θεό και τους αγιούς μαρτύρους
αν τύχει πίκρα για χαρά, να πάω να σε τη φέρω.
Ώσπου να βγει στην πόρτα της, εβγήκε η ψυχή της.
Παρατηρήσεις
Επί του πονήματος έχω να κάνω μερικές παρατηρήσεις:
α. Ο Κωνσταντής απεδείχθη μπαγάσας Α΄ Εθνικής. Αφού υπόσχεσαι ρε κύριε τι
πας και πεθαίνεις; Στο τέλος όμως απεδείχθη μπεσαλής, αφού πεθαμένος άνθρωπος
σηκώθηκε και πήγε να φέρει την Αρετούλα. Λέγεται, ότι από αυτό το[ ποίημα ο
Ιρλανδός συγγραφέας Μπράμς Στόουκερ, ενεπνεύσθη τον «Κόμη Δράκουλα», ο οποίος
όμως μπροστά στο δράμα της Αρετής και του Κωνσταντή μοιάζει σαν μιούζικαλ του
Δαλιανίδη.
β. Ο Κωνσταντής πρέπει να είχε δίκιο που επέμενε να δώσουν την Αρετή στα
«προξενιά από την Βαβυλώνα». Απεδείχθη ότι καλοπαντρεύτηκε, αφού την βρήκε να
χτενίζεται έξω στο φεγγαράκι. Ακόμη τότε η Βαβυλώνα ήταν χαρά Θεού. Με τους
κρεμαστούς κήπους της, με τα ποτάμια της και όχι όπως είναι σήμερα, που αν πάει
τώρα ο Κωνσταντής είναι αμφίβολο αν θα την σκαπουλάρει από την Χαμάς.
γ. Η Αρετή εκτός ων άλλων χαρίτων δι’ ων είναι κεκοσμημένη έχει και περίφημη και ταλαντούχα ακοή (ο καθένας με τον πόνο του) διότι εκτός του ότι ακούει τα πουλάκια μεταφράζει ταυτοχρόνως και τα λόγια τους.
Σήμερα και συνεχίζοντας την σειρά «Τα οικογενειακά του ΚΚΕ» σας
έχουμε τη συντρόφισσα Δόμνα Παπάζογλου – Μπαντουλέσκου – Κολοζώφ –
Ιωαννίδου (ουφ), με τα πολλά ονόματα και με τις ροζ σκιούλες…
«Ή προδοσία τιμωρείται μέσα στο κόμμα»
ΝΙΚΟΣ ΖΑΧΑΡΙΑΔΗΣ
Δόμνα Παπάζογλου – Μπαντουλέσκου – Κολοζώφ – Ιωαννίδου
«Είναι ζήτημα επαναστατικής- ηθικής τάξης και διαπαιδαγώγησης
κομματικής να τιμωρούνται όσοι πέφτουν σε ασυγχώρητα λάθη ή παραβάσεις
καταστατικών αρχών. Οι ποινές είναι ανάλογες με την βαρύτητα της παράβασης. Στο
καταστατικό ορίζονται αυτά τα πράγματα καθαρά». «Διαγράφονται απαραίτητα από το
κόμμα, πρόσωπα, πού οι πράξεις και ή διαγωγή τους δεν συμβιβάζονται με την
ιδιότητα τού μέλους τού Επαναστατικού προλεταριακού κόμματος, ειδικά, πρόσωπα
πού προδίνουν το κόμμα στον ταξικό εχθρό, στην Ασφάλεια, στην Ανάκριση και στο
δικαστήριο, πρόσωπα, πού ή κομματική διαγωγή τους, είτε ή Ατομική τους
συμπεριφορά δεν συμβιβάζεται με τις απαιτήσεις της κομμουνιστικής
κομματικότητας, της κομμουνιστικής ηθικής».
Γιάννης Ιωαννίδης: Εισήγηση και τελικός λόγος του
πάνω στο καταστατικό τού Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας. (Βλ: το 7ο Συνέδριο
τού ΚΚΕ, τεύχος Ε΄)
Η Δόμνα κατάγεται από την Κωνσταντινούπολη.
Από το 1926, όταν ή Δόμνα ήταν δακτυλογράφος στην Τράπεζα Χίου, γνωρίστηκε
«κομματικά» με τον απεσταλμένο, τότε, από την Κομμουνιστική Διεθνή Ρουμάνο
κομμουνιστή Μπαντουλέσκου. Ο Μπαντουλέσκου είχε έρθει στην Ελλάδα να οργανώσει
το Κ.Κ.Ε. με το παράνομο σύστημα της Κομμουνιστικής Διεθνούς (Κ.Δ.) και ή άφιξή
του εδώ και ή παραμονή του ήταν γνωστή σε ένα πολύ μικρό κύκλο ανωτάτων
στελεχών τού Κ.Κ.Ε. Όπως όλοι καταλαβαίνουμε ό αντιπρόσωπος της Κ.Δ.
έπρεπε να προφυλαχτεί από την ελληνική αστυνομία και ή Δόμνα τον «φιλοξένησε» στο
σπίτι της.
Η αλληλογραφία καθώς και τα χρηματικά εμβάσματα για το Κ.Κ.Ε., πού έφθαναν
στην Ελλάδα από την Κομμουνιστική Διεθνή, μέσω Βιέννης, τα παρελάμβανε στο
όνομά της ή Δόμνα και τα παρέδιδε στο Μπαντουλέσκου. Πριν από την επίσκεψη αύτη
του Μπαντουλέσκου, ή Δόμνα είχε «γνωριστεί» με τον Γιώργη Κολοζώφ, αλλά
διεκόπησαν προσωρινά οι σχέσεις τους, γιατί μεσολάβησε ή κάθοδος τού Ρουμάνου,
πού σαν ανώτατο και διεθνές στέλεχος, έπρεπε να «προτιμηθεί» από τον «Έλληνα»
(;) Κολοζώφ.
Ίσως να υποθέσει κανείς, ότι ο Κολοζώφ, έπειτα από την εγκατάλειψη της
Δόμνας, δημιούργησε καμιά σκηνή ζηλοτυπίας, αλλά αυτό είναι «μικροαστισμός»,
από τον όποιον τα στελέχη τού Κ.Κ.Ε. έχουν κατορθώσει να απαλλαγούν. Ό Κολοζώφ,
έχοντας «ανεπτυγμένο» σε μεγάλο βαθμό το αίσθημα της «αλληλεγγύης», εδέχθη να
«βοηθηθεί» ό Μπαντουλέσκου «ολόπλευρα», κατά την εδώ παραμονή του και περίμενε
με υπομονή την ημέρα της αναχώρησής του, οπότε παρέλαβε ξανά υπό την κατοχή του
τη Δόμνα. Δεν μπορούμε βέβαια να πάρουμε όρκο ότι δεν «βοηθήθηκε» και κανένας
άλλος ξένος ή εντόπιος ηγέτης τού κομμουνισμού από την «ψυχόπονη» Δόμνα, έπειτα
από τον Μπαντουλέσκου. Το μόνο βέβαιο και απόλυτα εξηκριβωμένο είναι, ότι, μετά
την αναχώρηση τού Κολοζώφ στη Ρωσία, ή Δόμνα έγινε επισήμως πλέον «σύζυγος»
Ιωαννίδη, τού «Αντιπροέδρου» της «Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης» (Π.Δ.Κ.).
Το αξιοσημείωτο για τη Δόμνα είναι τούτο: ότι όλοι όσοι «φιλοξενήθηκαν» άπ’
αυτήν ήταν ανώτατα στελέχη τού Κ.Κ.Ε. και της Κομμ. Διεθνούς. Ό Κολοζώφ
διαδραμάτισε πρωτεύοντα ρόλο εις την κομματική διαμάχη τού 1929-1931, ή όποια
είναι γνωστή σαν περίοδος τού «φραξιονισμού δίχως αρχές».
Το 1931, ό Κολοζώφ δραπέτευσε από τις φυλακές Συγγρού, όπου κρατείτο με
τούς Χαϊτά, Αποστόλου κ.λπ., και κατέφυγε στη Ρωσία. Από τότε δεν ξαναγύρισε
στην Ελλάδα και φαίνεται, ότι απήλθε εις τας αιωνίους μονός, ως «τροτσκιστής»
και «εχθρός του λαού»!
Ό σημερινός σύζυγος της Δόμνας τέως Μπαντουλέσκσυ-Κολοζώφ είναι, όπως
σημειώσαμε, ύ «αντιπρόεδρος» της «Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης» Γιάννης
Ιωαννίδης, μέλος τού Πολιτικού Γραφείου του Κ.Κ.Ε. από τα παλιότερα στελέχη τού
Κ.Κ.Ε. και το εμπιστότερο της Κομμουνιστικής Διεθνούς και της Μόσχας.
Ή Κομματική δράση της Δόμνας.
Όπως είναι γνωστό, για να κριθεί ή αξία ενός στελέχους τού Κ.Κ.Ε. δεν
φτάνει να είναι μόνο μορφωμένο μαρξιστικά, αλλά πρέπει παράλληλα να έχει
«δοκιμαστεί» στην «πρακτική» δουλειά, τις θυσίες και τη συνωμοτικότητα, πού
επιβάλλει ο «αγώνας»». Η Δόμνα στον τομέα αυτόν ως το 1937 είχε δοκιμαστεί
«αρκετά», φαίνεται, από τό Κόμμα, γιατί δεν μπορεί «αλλιώς» να
εξηγηθεί, πώς το Κόμμα τής εμπιστεύτηκε μυστικά της Κομμουνιστικής
Οργάνωσης Μακεδονίας.
Σχετικά με την κομμουνιστική «δοκιμασία» της Δόμνας ξέρουμε μόνον τούτο:
ότι αυτή εκτοπίστηκε το 1929 για δύο μήνες, μόνον στην νήσο Αμοργό και ακόμη,
ότι συνελήφθη ξανά το 1937, στα Τρίκαλα, απ’ όπου, την μετέφεραν στην
Θεσσαλονίκη. Εκεί, όταν ή Αστυνομία Θεσσαλονίκης την ανέκρινε, ή Δόμνα, χωρίς
δυσκολία κατέδωσε το σπίτι, πού έμεναν ό Πέτρος Ρούσσος και ή γυναίκα του Χρυσά
Χατζηβασιλείου. Αποτέλεσμά της ομολογίας της Δόμνας ήταν να συλληφθούν και ου
δύο και ο μεν Ρούσσος να σταλεί στη Φολέγανδρο, ή δε Χρύσα Χατζηβασιλείου και ή
Δόμνα στην Κίμωλο. Έτσι, το Κόμμα έπαθε μεγάλη ζημιά, και θα έπρεπε ή προδότρια
να τιμωρηθεί παραδειγματικά. Γιατί και για εκείνους ακόμη, πού έχουν τελεία
άγνοια τού Κομμουνισμού, είναι φανερό, ότι ή αποκάλυψη της κατοικίας τού ζεύγους
Ρούσσου-Χατζηβασιλείου από την Ιωαννίδου είναι μία πράξη προδοτική και θα
έπρεπε ή Χατζηβασιλείου, πού ήταν τότε ανώτατο στέλεχος τού Κ.Κ.Ε., καθώς και
ολόκληρο το Κόμμα να τιμωρήσει αυστηρά τη «χαφιέ» και να παραδώσουν στην κοινή
περιφρόνηση των μελών και των οπαδών τού κόμματος την Ιωαννίδου. Τί όμως έγινε
και πώς «τιμωρήθηκε» ή Δόμνα Ιωαννίδου; Εις το ερώτημα μας αυτό, πριν
απαντήσουμε, χρειάζεται να εξιστορήσουμε τι έγινε στην Κίμωλο όπου
μεταφέρθηκαν.
Όταν βρέθηκαν στην Κίμωλο, όπως ήταν επόμενο, ή Χατζηβασιλείου στόλισε με
τα καλύτερα επίθετα την Ιωαννίδου, ή όποια με κλάματα ικέτευε την Χρύσα να την
συγχωρέσει για την «αδυναμία», που έδειξε κατά την ανάκριση στην
αστυνομία Θεσσαλονίκης. Η Χατζηβασιλείου, αφού σκέφτηκε «ωριμότερα» κατέληξε
στην απόφαση, ότι δεν πρέπει να δώσει το δικαίωμα στα μέλη της Ομάδας να
βλέπουν την Ιωαννίδου σαν «χαφιέ», γιατί έτσι θα κατέρρεε άφ’ ενός τό γόητρο
των ηγετικών στελεχών και ιδιαιτέρως τού συζύγου της Δόμνας Γιάννη Ιωαννίδη και
άφ ετέρου ή ομάδα επειδή ή Δόμνα ήταν κάτοχος μερικών μετοχών σε γνωστή
επιχείρηση των Αθηνών, θα έχανε ένα αρκετά καλό έσοδο στην όχι και τόσο καλή,
από οικονομικής πλευράς τότε, εποχή. Έκαμε λοιπόν την ανάγκη φιλοτιμία ή
Χατζηβασιλείου και έτσι το γεγονός αυτό δεν πήρε την έκταση, πού θα έπαιρνε
τότε, εάν ό «χαφιές» δεν ελέγετο Ίωαννίδου Δόμνα, σύζυγος τού Γιάννη Ίωαννίδη.
Για να σκεπαστεί ακόμα πιο καλά ή προδοσία της Δόμνας, επειδή πολλοί και πολλές
εξόριστες την ήξεραν και για να αποφευχθούν τα σχόλια από τα μέλη της ομάδας ή
Χατζηβασιλείου συγκατοίκησε με την Δόμνα, ή οποία επήρε τη θέση υπηρέτριας της
Χατζηβασιλείου και προσπαθούσε με χίλιους δυο τρόπους να φανεί αρεστή σ’ αυτήν
για να εξιλεωθεί για το κακό, πού της έκαμε.
Οι γυναίκες πού έζησαν στην Κίμωλο, ξέρουν καλά σε πόσο χαμηλό επίπεδο
έπεσε ή Δόμνα Ιωαννίδου για να εξευμενίσει τον Χρύσα και πολλά επίσης θα
θυμούνται σχετικά με την διάθεση των παντός είδους τροφίμων και άλλων ειδών,
πού έπαιρνε από την Αθήνα ή Ιωαννίδου στο ζεύγος Χρύσας-Πέτρου Ρούσσου.
Όταν το μέτωπο άρχισε να καταρρέει, πέρασε έκτος άλλων πλοίων από την
Κίμωλο και ένα καΐκι, πού γύριζε από την Αίγυπτο, όπου είχε μεταφέρει έλληνες
και άγγλους. Έξ αιτίας των Γερμανικών αεροπλάνων αναγκάστηκε να προσεγγίσει σ’
ένα απόμερο σημείο της Κιμώλου και κατά την αναγκαστική παραμονή του μερικοί
από το πλήρωμα και τούς επιβάτες επισκέφτηκαν το χωριό, όπου συναντήθηκαν
με την ομάδα των εξόριστων. Μεταξύ των επιβατών τότε, ήταν και ένας γνωστός της
Ιωαννίδου, ό όποιος της έκαμε μυστικά πρόταση να παραλάβει ένα μεγάλο μέρος των
μελών της ομάδας, όταν θά νύχτωνε, με το καΐκι, ύστερα από συνεννόηση με τον
καπετάνιο του. Το γεγονός τής μελετώμενης αναχώρησης από τη πασίγνωστη
ακριτομυθία του Αποστόλου κοινολογήθηκε από στόμα σε στόμα σε όλους τούς
εξόριστους και πολλοί εζήτησαν από την Ιωαννίδου να περιλάβει και αυτούς
μεταξύ εκείνων πού θα αναχωρούσαν. Ή Ιωαννίδου αρνήθηκε σε όλους αυτούς, οτι
επρόκειτο να αναχωρήσει με καΐκι γνωστού της προσώπου και τότε οι
εξόριστοι, βλέποντας, ότι ή εξόριστη ηγεσία τού Κ.Κ.Ε. στην Κίμωλο φρόντιζε
μόνον για τον εαυτό της, άρχισαν να βρίζουν και να απειλούν, ότι ή όλοι θα
έφευγαν ή κανείς τους. Για να προλάβουν οι άλλοι εξόριστοι κρυφή αναχώρηση,
έκτος της φρουράς, πού εγκατέστησαν έξω από το σπίτι της Χατζηβασιλείου
και Ιωαννίδου, παρακολουθούσαν κάθε κίνηση των «ηγετών» τους. Αποτέλεσμα της
«Αντικομματικής» αυτής εκδήλωσης των απλών μελών προς την ηγεσία ήταν να
ματαιωθεί ή κρυφή αναχώρηση της ηγεσίας και μάλιστα να δεχθεί ή Ιωαννίδου στο
κεφάλι ένα χονδρό κλειδί εξώπορτας χωριάτικου σπιτιού, από μια εξόριστη. Το
κτύπημα της έφερε τέτοια ζάλη πού έπεσε ή δόλια χάμω τρικλίζοντας και είδαν και
έπαθαν οι άλλοι να την συνεφέρουν.
Μετά την επάνοδο των εξόριστων, ύστερα από λίγο, στην Αθήνα ή ζωή της
Δόμνας ήταν τελείως παράνομη κοντά στον παράνομο σύζυγο της Ιωαννίδη.
Και ίσως να βρεθούν οι αφελείς, πού θα υποβάλλουν τώρα την ερώτηση: «Και το
Κόμμα δεν πήρε κανένα μέτρο εναντίον της Ντόμνας;» Έ λοιπόν, όχι. Το Κόμμα πού
διακηρύσσει, ότι «ή προδοσία τιμωρείται μέσα στο κόμμα» χρησιμοποίησε, μετά τη
Βάρκιζα, στη διαφωτιστική δουλειά του την «κα» Δόμνα Κολοζώφ-Ίωαννίδου. Την
έκανε δασκάλα στους μορφωτικούς κύκλους της Κομμουνιστικής Οργάνωσης της
Αθήνας. Την χρησιμοποίησε στους διαφωτιστικούς του μηχανισμούς, όπου
συνεργάστηκε στενά με τον ίδιο τον αρχηγό τού Κ.Κ.Ε., Ν, Ζαχαριάδη για τη
μετάφραση και την έκδοση έργων από τη ρωσική για να εξαπατήσουν –
συγγνώμη ήθελα να πω διαφωτίσουν – τους απλοϊκούς οπαδούς τού Κ.Κ.Ε.
Άξιος ό μισθός της!
Έτσι αν ανοίξετε το «μικρό φιλοσοφικό λεξικό» των Μ. Ροζεντάλ.- Π.
Γιούντιν, πού εξέδωσαν τά «Νέα Βιβλία», το 1945, στο τέλος, θα διαβάσετε: «Ή
μετάφραση έγινε από τούς Ν. Ζ. (=Ν. Ζαχαριάδη) Δ. Παπάζογλου (Δόμνα Παπάζογλου
– Ίωαννίδου). Αν ανοίξετε και τον β΄ τόμο της «Ιστορίας τού Κόμματος
της Σοβιετικής Ενώσεως (μπολσεβίκων)», στο τέλος, στην προτελευταία σελίδα θα
διαβάσετε: «Η μετάφραση έγινε από τα ρωσικά από τη Δ. Παπάζογλου. Η θεώρηση της
μετάφρασης έγινε από τον Πέτρο Ρούσσο». Έτσι προδότρια και προδομένος
συνεργάζονται εν «αγαστή σύμπνοια» μέσα στο «ηρωικό» κομμουνιστικό κόμμα τους.
Αν ρωτάτε τώρα και πού είναι σήμερα (σ.σ. 1949) η «συντρόφισσα» Δόμνα σάς πληροφορούμε ότι βρίσκεται και «διαφωτίζει» τούς «ήρωες» μαχητές και μαχήτριες του «Δημοκρατικού Στρατού της Ελλάδας», έξω και πέραν, πολύ μακριά, από τα σύνορα της Ελλάδος, βοηθώντας το σύζυγό της Γιάννη Ίωαννίδη «Αντιπρόεδρο» της «Π.Δ.Κ.» για να ξεκοκαλίσει τις ενισχύσεις σε χρυσό των «Λαϊκών δημοκρατιών» προς τούς «ανίκητους» «αντιφασίστες» μαχητές τού «Δ.Σ.Ε.» ενάντια στο «μοναρχοφασισμό» και την «Άμερικανοαγγλική κατοχή στην «Ελλάδα».
Έχει και τα δίκια της…
Χωρίς λόγια
Ακριβώς έτσι
Ε, το παράκανε κι’ αυτή βρε παιδί μου
Και αν το λέει ο Αρκάς, μάλλον είναι σωστό
Τι να πεις…
Έλα μου ντε;
Δεν υπάρχουν σχόλια