Του
Γιώργου Χαρβαλιά
Είμαι
βέβαιος ότι πολλοί Έλληνες, απ’ όσους έχουν απομείνει να παρακολουθούν τα
τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων της αναίσχυντης καθεστωτικής προπαγάνδας,
αναρωτιούνται πλέον τι μας συμβαίνει. Γιατί η Ελλάδα χάνει διαρκώς σε όλα τα
μέτωπα της εξωτερικής πολιτικής, εκχωρεί αδιαμαρτύρητα «ζωτικό χώρο»,
παραιτείται από κυριαρχικά δικαιώματα, μεταλλάσσεται πληθυσμιακά και διαρκώς…
μικραίνει;
Η
αλήθεια, ξέρετε, είναι τόσο ωμή, που μοιάζει αδύνατον να κρυφτεί από την
«ενημερωτική» στρεψοδικία του Σκάι ή το… ευγενικό αμπαλάρισμα «έγκυρων» αστικών
εφημερίδων, οι οποίες επιμένουν να εμφανίζουν τη χώρα και τον πρωθυπουργό της
ως υπολογίσιμους παίκτες, τουλάχιστον στο ευρωπαϊκό στερέωμα.
Η
σημερινή Ελλάδα δεν είναι υπολογίσιμο πολιτικό μέγεθος ούτε στην Ευρώπη των
«27» ούτε στην ίδια της τη γειτονιά των πάλαι ποτέ Βαλκάνιων «φτωχών συγγενών».
Το διπλωματικό της αποτύπωμα δεν αντιστοιχεί ούτε στο εθνικό της διαμέτρημα
ούτε στις στρατιωτικές της δυνατότητες ούτε βεβαίως στη γεωπολιτική της αξία.
Σίγουρα, αυτό συνιστά μια παραδοξότητα που χρήζει εξήγησης.
Σκοπός
αυτής της ανάλυσης δεν είναι ασφαλώς να ερμηνεύσει την… περίπτωση Γεραπετρίτη.
Έχω τοποθετηθεί σε προηγούμενα άρθρα γύρω από το φαινόμενο ενός υπουργού
Εξωτερικών «αγκαλίτσα», που γυροφέρνει στο εξωτερικό εισπράττοντας διαρκείς
καρπαζιές, κι ύστερα εμφανίζεται στον Σκάι για να εξηγήσει πόσο καλά
διαχειρίζεται τη διπλωματία της χώρας. Και αυτός και ο πολιτικός του
προϊστάμενος ανήκουν σε μια ξεχωριστή κατηγορία ανυπόληπτων διεθνώς πολιτικών,
που ετεροπροσδιορίζονται. Είναι από εκείνους που κάποτε ο μεγάλος Καποδίστριας
ονόμασε «φιλήκοους των ξένων».
Παρ’
όλα αυτά, ούτε ο Γεραπετρίτης ούτε ο «δημιουργός» του, ο Κυριάκος Μητσοτάκης,
συνιστούν τη βαθύτερη αιτία της διπλωματικής μας χρεοκοπίας. Εκπροσωπούν απλώς
τη φυσική κατάληξη μιας διαχρονικής πορείας σιωπηρής παραίτησης από την έννοια
«προβολή εθνικής κυριαρχίας», που αποτελεί στρατηγική επιδίωξη για κάθε
ανεξάρτητο κράτος με ιστορική υπόσταση. Είναι το… κερασάκι στην τούρτα μιας
σχολής διπλωματικού ενδοτισμού, που κυριάρχησε ως ημιεπίσημο manual εξωτερικής
πολιτικής τις τελευταίες δεκαετίες.
Ο
εύκολος δρόμος
Οι
ευθύνες για αυτή τη μετάλλαξη δεν ανήκουν βεβαίως μόνο στους πολιτικούς.
Ανήκουν και σε εκείνους που δεν τους εμπόδισαν ή, ακόμη χειρότερα, τους
ενθάρρυναν να ακολουθήσουν τον εύκολο δρόμο της παραίτησης από τα εθνικά
δίκαια, ενισχύοντας την άποψη ότι τέτοιου είδους διεκδικήσεις είναι «παρωχημένες»
για κράτη που ανήκουν σε ευρωπαϊκές συλλογικές δομές.
Συνοδοιπόροι
της πολιτικής του ενδοτισμού υπήρξαν και υπηρεσιακά στελέχη του κρατικού
μηχανισμού, ανώτεροι διπλωμάτες σε καίριες θέσεις ευθύνης, αλλά και
«ευρώπληκτοι» ακαδημαϊκοί, που αναγόρευσαν την υποτέλεια στις Βρυξέλλες σε
διαπιστευτήριο «ευρωπαϊκότητας».
Όλοι
αυτοί, με τον τρόπο τους, αναβίωσαν μια νέα μεταπολιτευτική εκδοχή του δόγματος
της «μικράς πλην εντίμου Ελλάδος» και του «οίκαδε»: ότι η Ελλάδα δεν πρέπει να
ξανοίγεται παραπάνω από το μπόι της, ότι καλύτερα να καλοπιάνει τους γείτονες
με παραχωρήσεις και φιλοδωρήματα, να αποφεύγει τους καβγάδες, γιατί δεν
ταιριάζουν σε «ευρωπαϊκό» κράτος, κι όταν ο κόμπος φτάνει στο χτένι να
προσέρχεται με τον σταυρό στο χέρι, επικαλούμενη το Διεθνές Δίκαιο.
Η
λογική «μακριά από ρίσκο, έστω και με εθνικές εκπτώσεις» διαπότισε τη φιλοσοφία
του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών και κατέστη κοινός νους για τους διπλωμάτες
μας, που δίσταζαν να προτείνουν στους πολιτικούς έστω στοιχειωδώς υπερβατικές
λύσεις. Στο τέλος φόρεσαν και οι ίδιοι τον μανδύα του ενδοτισμού και έφτασαν να
υποδεικνύουν στους πολιτικούς τις πιο ανέξοδες για τη δημοτικότητά τους
επιλογές. Η ελληνική διπλωματία ειδικεύεται πλέον στη διαρκή «μετάθεση» των
δύσκολων αποφάσεων, προκειμένου να ελαχιστοποιηθεί το ρίσκο και συνακόλουθα το
πολιτικό κόστος. Ο ίδιος ο πρωθυπουργός έφτασε να ομολογήσει ότι ακόμη και για
την άσκηση απλών κυριαρχικών δικαιωμάτων, να ποντίσουμε δηλαδή ένα καλώδιο στη
θάλασσα, χρειαζόμαστε άδεια τρίτων. Κι επειδή δεν την έχουμε, αφήνουμε την
προοπτική ανοιχτή για το μέλλον. «Όταν ωριμάσουν οι συνθήκες». Όπως ακριβώς με
τα 12 μίλια στο Αιγαίο…
Θρίαμβος
του ενδοτισμού
Ο
θρίαμβος του ενδοτισμού, βέβαια, καταγράφηκε αμέσως μετά την πτώση των
κομμουνιστικών καθεστώτων και την επανένωση των Γερμανιών, όταν η Ελλάδα
απέφυγε να θέσει το ζήτημα των αποζημιώσεων, γιατί, όπως έλεγε στη Βουλή ο τότε
πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, «άμα θέλει κοτζάμ Γερμανία να ενωθεί,
ποιοι είμαστε εμείς για να την εμποδίσωμε;».
Αλλά
η παραίτηση από εθνικά δίκαια δεν αφορούσε εκείνες τις μέρες μόνο τον γερμανικό
οδοστρωτήρα. Η Ελλάδα με οργανωμένο στρατό και ΑΕΠ μεγαλύτερο από όλων των
βαλκανικών χωρών μαζί έφτασε να κάνει επικύψεις ακόμη και στους ξυπόλητους.
Εγκατέλειψε τη μοναδική συμπαγή κοιτίδα Ελληνισμού έξω από τα σύνορα στα νύχια
των Αλβανών κατσαπλιάδων, κομμουνιστών και εθνικιστών. Σε μια εποχή σφοδρών
αναταράξεων, όπου καθένας στα Βαλκάνια έκανε το δικό του, η Ελλάδα είχε όλα τα
μέσα να επιβάλει σκληρούς όρους στα Τίρανα, ακόμη και να τα εξαναγκάσει να
«θυμηθούν» το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας και να αποδώσουν στη Βόρεια Ήπειρο
καθεστώς αυτονομίας. Αντ’ αυτού, η τότε ελληνική κυβέρνηση διευκόλυνε την
Αλβανία του Αλία να μπει στη ΔΑΣΕ, χωρίς την παραμικρή εγγύηση για την
προστασία της ελληνικής μειονότητας. Στο τέλος, η κυβέρνηση Μητσοτάκη έφτασε να
χρηματοδοτεί προεκλογικά τον Μπερίσα, που αποδείχτηκε ο μεγαλύτερος διώκτης του
Ελληνισμού, αντί να αξιώνει την ανεξάρτητη συμμετοχή της «Ομόνοιας», που
αποκλείστηκε αυθαίρετα από τις εκλογές του 1992. Στοιχειωδώς να είχε
διαμαρτυρηθεί η Αθήνα για καταπάτηση ανθρωπίνων δικαιωμάτων από το
κομμουνιστικό καθεστώς, οι Αλβανοί θα αναγκάζονταν να κάνουν πίσω. Δυστυχώς,
ανώτεροι διπλωμάτες ήταν εκείνοι που συνιστούσαν «αυτοσυγκράτηση» και απέφευγαν
να υλοποιήσουν την επιθετική πολιτική του -νεαρού τότε- Σαμαρά. Έχω κρατήσει
κάποια υπηρεσιακά τηλεγραφήματα εκείνης της εποχής και σύντομα σκοπεύω να γράψω
ένα βιβλίο, γιατί δεν διανοείται εύκολα κανείς ότι υπήρχαν διπλωμάτες που
έβλεπαν το Βορειοηπειρωτικό ως αγγαρεία και πονοκέφαλο. Όχι ως ευκαιρία για να
μεγαλώσει η Ελλάδα.
Τραγικές
υπαναχωρήσεις
Ο
ενδοτισμός, όμως, δεν έμεινε στο ξεπούλημα της Βορείου Ηπείρου. Ακολούθησαν οι
τραγικές υπαναχωρήσεις στο Σκοπιανό, που οδήγησαν στο όνειδος των Πρεσπών, και
βέβαια τα διαδοχικά επεισόδια στις ελληνοτουρκικές σχέσεις (Ίμια, Οτσαλάν,
γκρίζες ζώνες), μέχρι να φτάσουμε στο σήμερα, όπου η Ελλάδα δεν τολμά να
ποντίσει ούτε καλώδιο για να μη στεναχωρήσει τους απέναντι.
Δυστυχώς,
οι πολιτικοί μας είναι αυτοί που είναι, αλλά οι ευθύνες αγγίζουν κι άλλους –
και τους διπλωμάτες και την ευρωλάγνα πανεπιστημιακή κοινότητα. Αν τελικά
απομείνει μόνο μία χούφτα δημόσιων λειτουργών να υπερασπίζεται τα εθνικά δίκαια
και οι υπόλοιποι φωνάζουν «ζήτω η Ευρώπη που μας δίνει τα κονδύλια!», η χώρα θα
καταρρεύσει, θα μεταβληθεί σε «υπερεθνική» τουριστική αποικία και θα
συνθηκολογήσει πολύ πιο γρήγορα από ό,τι νομίζουμε. Ας μην έχουμε
ψευδαισθήσεις…
ΣΤΟ
ΕΠΟΜΕΝΟ Β’ ΜΕΡΟΣ: Διπλωμάτες χωρίς όραμα: Η εθνομηδενιστική επίδραση του
ΕΛΙΑΜΕΠ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου