Pages

Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 2024

ΜΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤΟ ΓΗΠΕΔΟ, ΤΟΤΕ…

 

Tου Χρήστου Π. Μπολώση

Οι Αρχαίοι ημών πρόγονοι πίστευαν στο δίπτυχο «Άρτος και Θεάματα». Εμείς ως γνήσιοι απόγονοί τους, το ακολουθούμε πιστά. Βεβαίως πολλές φορές, το ένα σκέλος του διπτύχου, ο Άρτος, υστερεί χαρακτηριστικά του άλλου, αλλά αυτό δεν μας εμποδίζει να θεοποιούμε, ενίοτε, το δεύτερο.

Μια θεοποιημένη μορφή του θεάματος, τόσο στη χώρα μας αλλά και παγκοσμίως, είναι το ποδόσφαιρο. Το ποδόσφαιρο γύρω από το οποίο έχει δημιουργηθεί ένας ολόκληρος κόσμος που τον αποτελούν Ποδοσφαιρικές Ανώνυμες Εταιρίες, Οργανισμοί προγνωστικών με στοιχήματα στα οποία «παίζονται» καθημερινώς τεράστια ποσά, αγοραπωλησίες ποδοσφαιριστών με εξωπραγματικά ποσά, αθλητικές εφημερίδες κ.λπ. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην Αθήνα σήμερα κυκλοφορούν 5 αθλητικές εφημερίδες (και αναρίθμητες σε όλες τις Ελληνικές πόλεις), όταν στη Γερμανία των 80.000.000 κατοίκων κυκλοφορούν μόνο δύο!

Ήταν όμως πάντα έτσι;

Δεν σκοπεύω να «δω» το θέμα ως κοινωνικό φαινόμενο. Άλλοι είναι αρμόδιοι γι’ αυτό. Θα προσπαθήσω όμως να σκαλίσω τις αναμνήσεις, ώστε να μάθουν και να συγκρίνουν οι νέοι και να μελαγχολήσουν οι παλαιότεροι, ζώντας ξανά μια Κυριακή στο γήπεδο τότε…

Το 1956, ο λαμπρός σκηνοθέτης μας Βασίλης Γεωργιάδης, είχε «γυρίσει» μια ταινία με τίτλο «Οι άσσοι των γηπέδων», η οποία προβλήθηκε πολύ αργότερα  και από την τηλεόραση με τίτλο «Οι ήρωες της Κυριακής», σε νέα έκδοση και με ορισμένες προσθήκες.

Αυτή η ταινία, η οποία αποτελεί πλέον ιστορικό ντοκουμέντο, δίδει μια σχεδόν πλήρη εικόνα.

Οι σημερινοί φίλαθλοι, είναι αδύνατον να φαντασθούν την εικόνα που παρουσίαζε τότε, πριν 50 χρόνια, μια «ποδοσφαιρική» Κυριακή, σε σχέση με την σημερινή.

Σήμερα, όσοι δεν κάθονται μπροστά στην τηλεόραση για να απολαύσουν (ή «απολαύσουν»…) την αγαπημένη τους ομάδα, ξεκινώντας για το γήπεδο και μάλιστα για να παρακολουθήσουν ένα από τα λεγόμενα ντέρμπυ (για τους αμύητους ντέρμπυ λέγονται οι αγώνες μεταξύ περίπου ισοδυνάμων ομάδων με τις ίδιες επιδιώξεις και σκοπούς), γνωρίζουν ότι μπορεί να συναντήσουν και πολεμική ατμόσφαιρα. Μπορεί να πέσουν σε μπλόκο οπαδών της αντιπάλου ομάδος, με απρόβλεπτες συνέπειες. Μπορεί να βρεθούν στη δίνη επεισοδίων μεταξύ των ένθεν κακείθεν οπαδών. Μπορεί να δεχθούν κάποια αδέσποτη πέτρα ή, στην καλύτερη περίπτωση, μπουκάλι με νερό. Μπορεί να υποστούν τις συνέπειες από τη χρήση δακρυγόνων. Και αν τα αποφύγουν όλα αυτά και αφού υποστούν σωματική έρευνα πριν μπουν στο γήπεδο, θα πάνε στη θέση τους, η οποία βέβαια θα απέχει πολύ από τις θέσεις των αντιπάλων (αν έχει επιτραπεί να υπάρχουν τέτοιοι), που βρίσκονται στην άλλη πλευρά του γηπέδου, ενώ ενδιαμέσως, υπάρχουν κάποιες εκατοντάδες αστυνομικών για να προληφθεί τυχόν σύρραξη. Και όταν αρχίσει ο αγώνας και ο διαιτητής άθελα ή ηθελημένα (γιατί γίνονται και αυτά) κάνει κάποιο φαλτσοσφύριγμα ή κάποιος ποδοσφαιριστής  χτυπήσει κάποιον αντίπαλο, τότε αρχίζει η εν χορώ αποδοκιμασία με τέτοια συνθήματα, που θα έκαναν να κοκκινίσει και πτυχιούχος των φυλακών του Αλκατράζ, ο οποίος έχει κάνει μεταπτυχιακό στο Σινγκ  -Σινγκ.

Και όταν όλα τελειώσουν, όπως τελειώσουν τέλος πάντων, οι φίλαθλοι θα αποχωρήσουν χωριστά, πρώτα οι γηπεδούχοι και μετά οι φιλοξενούμενοι (τώρα τι σόι φιλοξενία είναι αυτή …) για τον φόβο των συμπλοκών, ενώ οι ποδοσφαιριστές θα μπούνε στα πολυτελή ΙΧ τους και θα αναχωρήσουν οι μεν νικητές για τα μπουζούκια, οι δε ηττημένοι… πάλι για τα μπουζούκια!

Δεν ήταν όμως πάντα έτσι τα πράγματα. Ας πάμε πολλά χρόνια πίσω να δούμε πώς ήταν…

Ήταν ένα όμορφο φθινοπωρινό απόγευμα, εκεί στα μέσα της δεκαετίας του 1950. Σε ένα μεσοαστικό νεόκτιστο σπιτάκι, το πατρικό μου, σε μια γειτονιά του Περιστερίου, ένα συνεργείο της ΔΕΗ 4 ατόμων, δούλευε για να τοποθετήσει το «ρολόι» και να ηλεκτροδοτηθεί το νέο νοικοκυριό μας που είχε στηθεί εκεί.

Όμως αυτό το συνεργείο είχε κάτι το διαφορετικό. Κάτι που το ξεχώριζε από άλλα παρόμοιά του. Κάτι που είχε προσελκύσει όλη τη «μαρίδα» της γειτονιάς, που περίεργη είχε σχηματίσει έναν κλοιό γύρω του και το περιεργαζόταν αχόρταγα.

Τι ήταν όμως αυτό που είχε προκαλέσει αυτή τη μεγάλη αναστάτωση στη γειτονιά;

Ήταν απλό. Τα μέλη του συνεργείου, ήταν όλοι εν ενεργεία ποδοσφαιριστές και μάλιστα διεθνείς!

Δύο παίκτες του Ολυμπιακού, ένας του Παναθηναϊκού και ένας της ΑΕΚ, συγκροτούσαν το ιδιότυπο, για τα σημερινά δεδομένα, συνεργείο, το οποίο όμως ήταν τόσο συνηθισμένο για τότε. Πράγματι ήταν πολύ συνηθισμένο τότε, να βλέπεις διεθνείς ποδοσφαιριστές, τους «ήρωες των γηπέδων», με τον χαρακτηριστικό εξοπλισμό των τεχνικών της ΔΕΗ, να γυρίζουν στις γειτονιές της Αθήνας και να τοποθετούν μετρητές, να «τραβούν» γραμμές, να ξεδιπλώνουν καλώδια και να σκαρφαλώνουν στις ξύλινες κολώνες με τα χαρακτηριστικά πέδιλα.

Δεν κρίνω σκόπιμο να αναφέρω τα ονόματα των διεθνών του συνεργείου, διότι όταν πριν λίγα χρόνια συνάντησα έναν απ’ αυτούς στο Εθνικό Στάδιο της Ρόδου, με την ευκαιρία κάποιου τουρνουά παλαιμάχων και του θύμισα, με πολύ ρομαντική και νοσταλγική διάθεση εκ μέρους μου το γεγονός, είδα ότι μάλλον ενοχλήθηκε και με την εν γένει στάση του, μου έδειξε, με ευγένεια βέβαια, ότι η συζήτηση είχε τελειώσει, πριν καν αρχίσει….

Όταν κάποτε το συνεργείο τελείωσε τη δουλειά του και το σπιτάκι φωτίστηκε με το ηλεκτρικό, οι διεθνείς ξεκουράζονταν και απολάμβαναν το γλυκό κουταλιού που τους κέρασε η μητέρα μου. Ξαφνικά ένας πιτσιρικάς, ο πιο «θρασύς» της παρέας, έριξε την ιδέα:

-Παίζουμε μπάλα;

Αυτό ήταν! Διεθνείς και παιδομάνι έγιναν ένα, εκεί στην αλάνα της γειτονιάς και το ντέρμπυ στήθηκε στο άψε – σβήσε και δεν θα σταμάταγε αν δεν εμφανιζόταν το υπηρεσιακό όχημα της ΔΕΗ που μάζευε τα διάσπαρτα συνεργεία της.

Η εικόνα αυτή στους σημερινούς φιλάθλους δίνει την εντύπωση ότι πρόκειται για δημιούργημα της πιο αχαλίνωτης φαντασίας. Είναι αδύνατο -απολύτως δικαιολογημένα βέβαια- να πιστέψει κάποιος ότι αυτοί οι «Ημίθεοι», τα «Λιοντάρια», οι «Τιτάνες», οι «Ήρωες», οι «Πάνθηρες», όπως τους αποκαλούν κάθε Δευτέρα οι αθλητικές εφημερίδες, που θαυμάζουν κάθε Κυριακή στα γήπεδα ή στις οθόνες των τηλεοράσεων, υπήρξε εποχή που τρέχανε, πράγματι σαν ήρωες, για να μπορέσουν να ζήσουν τις οικογένειές τους.

Ας δούμε όμως πώς ξεκίναγε και πώς κυλούσε μια «ποδοσφαιρική» Κυριακή τότε, πριν μισό αιώνα.

Εκείνα τα χρόνια το ποδόσφαιρο δεν ήταν τόσο δημοφιλές και γνωστό στις λεπτομέρειές του, όσο είναι σήμερα. Οι επίδοξοι Ριβάλντο της εποχής, παίζαμε κρυφά από τους πατεράδες μας και ουαί και αλλοίμονο αν μας τσακώνανε να παραβαίνουμε την εντολή τους. Οι λόγοι που επέβαλλαν την απαγόρευση ήταν πολλοί. Πρώτα για να μη χαλάμε τα παπούτσια μας (βασικός λόγος για τους τότε δύσκολους καιρούς. Αλήθεια και πότε οι καιροί δεν ήταν δύσκολοι για την Πατρίδα μας…) ή να μην παραμελούμε τα μαθήματά μας ή να μην ιδρώνουμε και κρυώσουμε ή να μη γεμίζουμε χώματα και σκόνες (το μπάνιο τότε ήταν μια σκάφη η οποία «λειτουργούσε» μόνο κάθε Σάββατο) κ.λπ. Πού σήμερα που οι πατεράδες πηγαίνουν με τα ΙΧ τους κανακάρηδες στις Ακαδημίες των μεγάλων συλλόγων…

Οι αθλητικές εφημερίδες ήσαν μόνο δύο, η «Αθλητική Ηχώ» και «Το Φως των Σπορ», το οποίο κυκλοφορεί μέχρι σήμερα.

Από τα μέσα της εβδομάδος, λοιπόν, ψήναμε τον πατέρα να μας αφήσει να πάμε την Κυριακή στο γήπεδο. Αφού δεν παίζαμε, τουλάχιστον να βλέπαμε. Χρειαζόταν μεγάλη προσπάθεια για να αποσπάσουμε την πατρική συγκατάθεση και αυτό συνέβαινε αφού εν τω μεταξύ είχαμε δώσει ένα σωρό υποσχέσεις («θα είμαστε καλά παιδιά», «θα διαβάζουμε τα μαθήματά μας», «θα ακούμε τη μητέρα» και άλλες ων ουκ έστι αριθμός). Και όταν ακούγαμε το πολυπόθητο «ναι», άρχιζε η… Οδύσσεια.

Το παιχνίδι άρχιζε π.χ. στις 17.00. Εμείς ξεκινούσαμε από τις 14.00, αφού καταπίναμε σχεδόν αμάσητο το κυριακάτικο κρέας. Να επισημάνω εδώ ότι η ώρα έναρξης ήταν κάπως… ελαστική και μπορούσε το 17.00 να γίνει 17.30, ιδίως όταν εξακολουθούσε να προσέρχεται κόσμος στο γήπεδο. Η ώρα άρχισε να τηρείται ακριβώς  με την εφαρμογή του ΠΡΟ-ΠΟ και για προφανείς λόγους.

Λόγος για ΙΧ εκείνη την εποχή δεν μπορούσε να γίνει, συνεπώς παίρναμε το λεωφορείο του ΙΚΑ στο Περιστέρι, που μας κατέβαζε στο τέρμα, στην οδό Αγησιλάου κοντά στον Άγιο Κωνσταντίνο. Από εκεί λίγος ποδαρόδρομος μέχρι την πλατεία Λαυρίου και μπαίναμε στο άλλο λεωφορείο Αθήνα – Ν. Φιλαδέλφεια. ΑΕΚτζήδες γαρ… Συνολικά η διαδρομή ήταν πάνω από μια ώρα. Πολλές φορές στο λεωφορείο συνταξιδεύαμε και με ποδοσφαιριστές, που σε λίγο θα θαυμάζαμε μέσα στο γήπεδο. Εκεί μας δινόταν η ευκαιρία να δούμε από κοντά τα ινδάλματά μας, να τα… αγγίξουμε  και να ακούσουμε τα προγνωστικά και τις αναλύσεις τους. Φαντάζεστε τώρα τον Ιωαννίδη ή τον Μάνταλο να συνωστίζονται μαζί σας στο μετρό; Αστεία πράγματα.

Κάποια μέρα ξεκίνησα από το σπίτι με βροχή. Φθάνω στο γήπεδο της ΑΕΚ και στη σιδερένια θύρα, που ήταν στη νότια μάντρα προς την εκκλησία, εκεί που μέχρι πριν από λίγο ήταν η σκεπαστή εξέδρα. Εκεί είχαν κολλήσει μια ανακοίνωση, ταλαιπωρημένη από τη βροχή, που μας ενημέρωνε ότι ο αγώνας δεν θα γίνει λόγω των δυσμενών καιρικών συνθηκών! Δίπλα μου διάβαζε την ανακοίνωση και ενημερωνόταν από αυτήν και ο Λάκης Εμμανουηλίδης, μεγάλο αστέρι της τότε ΑΕΚ. Έτσι ενημερώνονταν και οι ποδοσφαιριστές…

Η ατμόσφαιρα έξω από το γήπεδο, δεν διέφερε πολύ από τη σημερινή. Οι πωλητές αναψυκτικών, ξηρών καρπών, σάντουιτς κ.λπ. χρωμάτιζαν την όλη ατμόσφαιρα

Οι θέσεις στο γήπεδο δεν ήσαν αριθμημένες όπως τώρα, εκτός από πολύ λίγες «στα επίσημα» και συνεπώς καθόσουν όπου έβρισκες. Γι’ αυτό έπρεπε να πας νωρίς για να βρεις θέση προς το κέντρο. Αφού λοιπόν καθόσουν όπου έβρισκες, ήταν επόμενο δίπλα σου να κάτσει όποιος τύχει, από πλευράς ποδοσφαιρικών φρονημάτων εννοώ.   Όμως αυτό δεν είχε καμία απολύτως σημασία. Φορούσε ο καθένας το, κινέζικου στυλ, καπελάκι του για τον ήλιο με τα χρώματα της ομάδος του, κουβέντιαζαν μεταξύ τους και αντάλλασαν τις απόψεις τους κοσμίως και ευπρεπώς, ενώ τα πειράγματα που γίνονταν δεν έχουν καμιά σχέση με τα σημερινά… πολεμικά ανακοινωθέντα («Εδώ θα γίνει ο τάφος σας» και πολλά άλλα τα οποία για ευνοήτους λόγους παραλείπω). Σε κάποιες παλιές ελληνικές ταινίες φαίνεται αυτό.

Μέχρι να αρχίσει ο αγώνας γύριζαν στις εξέδρες μεταξύ των φιλάθλων διάφοροι τύποι που προσπαθούσαν να τσοντάρουν στον οικογενειακό προϋπολογισμό τους διάφοροι ευκαιριακοί «έμποροι», όπως ο Κώστας ο ΑΕΚτζής που πουλούσε μόνο πασατέμπο (1 δραχμή το σακουλάκι τότε,  1 ευρώ σήμερα…), ή οι άλλοι με τους λαχνούς. Αυτοί οι τελευταίοι κρατούσαν στα χέρια τους ένα μάτσο προκλητικά «καλούδια» (τσιγάρα αμερικάνικα, είδος πολυτελείας τότε, μπουκάλια με ουίσκι, μεγάλες πλάκες σοκολάτες, λαϊκά λαχεία κ.λπ.) και όλα αυτά τα κλήρωναν μπροστά στα μάτια των φιλάθλων που είχαν εν τω μεταξύ αγοράσει, φθηνά σχετικά, τους λαχνούς. Το σλόγκαν αυτών, επειδή ήθελαν να τονίσουν το αδιάβλητο των κληρώσεων, ήταν: «Η σακούλα ελέγχεται ρε παιδιά», εννοώντας ότι ο καθένας μπορούσε να ελέγξει τη σακούλα με τους κλήρους για να διαπιστώσει ότι όλα τα νούμερα, άρα και αυτά που είχε αγοράσει αυτός, ήσαν μέσα στην κληρωτίδα, δηλαδή τη σακούλα.

Κάποια στιγμή ακούγονταν ενθουσιώδη χειροκροτήματα. Μάταια οι αδαείς έψαχναν να βρουν τον αποδέκτη των χειροκροτημάτων νομίζοντας ότι πρόκειται για κάποιον ποδοσφαιριστή. Οι φίλαθλοι χειροκροτούσαν την υδροφόρα του Δήμου, που κάνα μισάωρο πριν αρχίσει το παιχνίδι,  έμπαινε και κατάβρεχε τον αγωνιστικό χώρο για να κατακάτσει ο κουρνιαχτός και να αποθεωθεί από το φιλοθεάμον κοινό που είχε σκυλοβαρεθεί να περιμένει.

Αν ο αγώνας ήταν ντέρμπυ (δώσαμε τον ορισμό παραπάνω), τότε η προσέλευση άρχιζε πολύ νωρίς και πολλές φορές 3 ώρες πριν αρχίσει το ματς και οι πόρτες έκλειναν αφού το γήπεδο είχε πλέον γεμίσει. Τότε υπήρχε πρόβλημα πώς θα περάσει η ώρα. Όμως η εφευρετικότητα των φιλάθλων έδινε την λύση. Φορητό τάβλι, σκάκι, τράπουλες και εφημερίδες σκότωναν την ώρα μέχρι να βγει η… υδροφόρα.

Όταν επιτέλους έφθανε η ώρα, έκανε την εμφάνισή του το διαιτητικό τρίο, το οποίο βέβαια ήταν άκρως υποτιμητικό για τους Έλληνες, αφού σε όλα τα ντέρμπυ μετακαλούνταν ξένοι διαιτητές. Καλή ώρα δηλαδή. Υποτίθεται για να εξασφαλισθεί το αδιάβλητο, αλλά τις περισσότερες φορές αυτοί ήσαν τρισχειρότεροι από τους δικούς μας. Καλή ώρα πάλι (Η πολύ καλή εβδομαδιαία αθλητική εφημερίδα «ΟΜΑΔΑ» που κυκλοφορούσε τότε, σαρκάζοντας την πρακτική αυτή, υποστήριζε ότι θα έπρεπε κάποτε να κληθεί… κινέζος διαιτητής που θα ήταν σίγουρα ακέραιος, λόγω της αποστάσεως Ελλάδος – Κίνας…).

Μετά τους διαιτητές, έβγαινε η φιλοξενουμένη ομάδα και τελευταία η γηπεδούχος, η οποία όπως ήταν φυσικό εισέπραττε και τα περισσότερα χειροκροτήματα.

Ο αγώνας κυλούσε ως το ημίχρονο, οπότε πάλι έκανε την εμφάνισή της η υδροφόρα, χωρίς όμως να γνωρίσει την αποθέωση αυτή τη φορά, αφού όλος ο κόσμος ασχολείτο με τα διαδραματισθέντα στο α΄ μέρος. Άρχιζε το δεύτερο ημίχρονο και κάποτε τελείωναν όλα. Εδώ δεν θα πούμε το κλασικό «χαμηλώνουν τα φώτα», διότι τότε εκτός από το ιστορικό γήπεδο του Παναθηναϊκού στην Λεωφόρο Αλεξάνδρας, δεν υπήρχε άλλο γήπεδο με προβολείς ώστε τα φώτα να… χαμηλώνουν όταν τελείωνε το ματς.

Τότε άρχιζε η αντίστροφη πορεία. Ουρές ατέλειωτες στην αφετηρία των λεωφορείων και φυσικά κριτική του αγώνα από φιλάθλους αμφοτέρων των ομάδων, που το ξανατονίζω, βλέπανε δίπλα-δίπλα τον αγώνα χωρίς να τους χωρίζουν… ηλεκτροφόρα καλώδια και αντιαρματικές τάφροι με κροκοδείλους, όπως σήμερα.

Βέβαια, οι συζητήσεις και τα σχόλια για τον αγώνα τερματίζονταν μαζί με τη διαδρομή  του λεωφορείου, καθώς τότε δεν υπήρχε συνέχεια με την «Αθλητική Κυριακή» και του «Διακογιάννη τη φωνή», αφού δεν υπήρχε καν τηλεόραση. Αλλά και στο ραδιόφωνο οι αθλητικές εκπομπές ήσαν σχεδόν ανύπαρκτες. Υπήρχε τότε ένας και μοναδικός αθλητικός σπήκερ, ο αείμνηστος Μιχάλης Γιαννακάκος που περιέγραφε τους αγώνες με χαρακτηριστική άνεση και χρώμα. Αργότερα εμφανίστηκε ο Νίκος Φώσκολος, επίσης χαρισματικός σπήκερ, ο οποίος βέβαια αργότερα διέπρεψε ως συγγραφέας και σκηνοθέτης.

Ήταν τότε η ηρωική εποχή του ποδοσφαίρου μας. Ηρωική, όχι βέβαια από πλευράς ποιότητος, αλλά από πλευράς συνθηκών. Οι ποδοσφαιριστές ήσαν κάποιοι από εμάς, που πάλευαν όλη την εβδομάδα για το μεροκάματο, έκαναν 1-2 προπονήσεις και την Κυριακή στο γήπεδο.

Μερικοί ισχυρίζονται ότι τότε το ποδόσφαιρό μας ήταν καλύτερο. Υπήρχαν «παιχταράδες». Μπορεί να είναι κι έτσι. Δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει τον Μπέμπη, τον Πούλη, τον Πολυχρονίου, τον Νεστορίδη, τον Λινοξυλάκη, τον Υφαντή, τον Ρωσίδη, τον Πετρόπουλο, τον Κανάκη, τον Μανταλόζη, τον Θανάση Σαραβάκο, τον Σταματιάδη, τον Νεμπίδη, τον Πανάκη και τόσους άλλους. Όμως φευ, οι σημερινοί «Ημίθεοι», «Λέοντες», «Θηρία» κ.λπ. είναι αυτοί που μας χάρισαν ένα Πρωτάθλημα Ευρώπης. Πιστεύω ότι επιχειρώντας να συγκρίνουμε το τότε ποδόσφαιρό μας με το τωρινό, επιχειρούμε να συγκρίνουμε εντελώς ανόμοια πράγματα. Τότε που όλη η Ευρώπη έπαιζε προ πολλού σε γήπεδα με χόρτο, εμείς πολύ αργότερα φτιάξαμε ένα γήπεδο με χλοοτάπητα, αυτό του Παναθηναϊκού, με ένα χορτάρι εντελώς κακορίζικο και μαραγκιασμένο, που αντί να διευκολύνει τους ποδοσφαιριστές, τους δυσκόλευε. Τη στιγμή που οι Ευρωπαίοι ποδοσφαιριστές ήταν προ πολλού επαγγελματίες οι δικοί μας παίκτες έβαζαν ρολόγια της ΔΕΗ ή εργάζονταν σε μαγαζιά και εργοστάσια. Είναι και άλλα πολλά (Προπονητές, Γυμναστήρια, Εργομετρικά μέσα, Ιατρική παρακολούθηση και άλλα), τα οποία μας έλειπαν τότε. Επομένως κάθε σύγκριση θα ήταν άδικη.

Ας αφήσουμε λοιπόν εκείνη τη μακρινή εποχή μέσα στα πέπλα του μυθικού κι ας τη θυμόμαστε, όσοι τη ζήσαμε, με νοσταλγία και αγάπη. Δεν ήταν καλύτερη από τη σημερινή. Δεν είχε τίποτα καλύτερο. Μπορούμε να πούμε ότι υστερούσε όσο η νύχτα με τη μέρα. Είχε πολλές δυσκολίες, πολλές ταλαιπωρίες, πολλές πίκρες (και αθλητικές και άλλες). Είχε όμως ένα μεγάλο πλεονέκτημα. Είμαστε νέοι. Αλήθεια αυτό το πλεονέκτημα ισοφαρίζεται με τίποτε άλλο; Όσο καλός ποδοσφαιριστής και αν είσαι, αποκλείεται να ισοφαρίσεις αυτό το ματς. Πάντοτε το παλιό θα προηγείται στο σκορ του νέου. Ιδίως αν ποδοσφαιριστές του παλιού είμαστε εμείς…

Και τα καθιερωμένα μεζεδάκια

Πριν όμως διαβάστε ένα άρθρο του κ. Σάκη Μουμτζή για επεισόδια που προκάλεσαν  στη Μάντρα τα ορφανά του Στάλιν:

Οι ερυθροτραμπούκοι υπερασπίστηκαν τον Στάλιν τους στη Μάνδρα

Γράφει ο Σάκης Μουμτζής

Το γεγονός πέρασε στα «ψιλά» των μεγάλων ιστοσελίδων επάνω στη γνωστή λογική «πού να τα βάζεις με το ΚΚΕ τώρα! Μην μπλέκουμε». Άλλωστε αυτή η λογική πρυτανεύει και στην κεντρική πολιτική σκηνή. Μπορούμε να το πούμε και ποικιλόμορφη ασυλία, που δυστυχώς αποτελεί μια από τις σταθερές της Μεταπολίτευσης. Λες και η Ιστορία και η κοινωνία χρωστά στο ΚΚΕ και ξεπληρώνει έτσι το χρέος της.

Τι έγινε προχθές στη Μάνδρα Αττικής; Εκεί υπάρχει ένα μνημείο που ανήγειραν Ουκρανοί που ζουν στην περιοχή, στη μνήμη του εθνικού τους ποιητή Τάρας Σεβτσένκο. Σε αυτό το σημείο συγκεντρώθηκαν λίγοι Ουκρανοί πολίτες, ως επί το πλείστον γυναίκες και παιδιά, για να τιμήσουν τα 6.000.000 θύματα του ουκρανικού ολοκαυτώματος (Ηolodomor), αποτέλεσμα της πολιτικής εθνοκάθαρσης του Στάλιν, με βασικό όπλο τον λιμό.

Αίφνης εμφανίστηκαν ομάδες κρούσης του ΚΚΕ με κόκκινες σημαίες, που συνεπικουρούνταν και από κάτι «περίεργους» τύπους, αγνώστου καταγωγής και όλοι αυτοί επιτέθηκαν στα γυναικόπαιδα που τιμούσαν τους νεκρούς προγόνους τους. Ως γνωστόν το ΚΚΕ, μετά την αποκατάσταση του Στάλιν, υιοθετεί την επίσημη σοβιετική εκδοχή πως ο λιμός ήταν σαμποτάζ των Ουκρανών εθνικιστών. Συνεπώς, οι Ουκρανοί δεν είχαν κανένα δικαίωμα να θυμούνται το δικό τους ολοκαύτωμα διότι δεν υπήρξε ποτέ. Και επειδή αυτοί επέμεναν, τότε επενέβησαν οι ομάδες κρούσης του Κόμματος για να υπερασπιστούν την ιστορία της σταλινικής Σοβιετίας από την πλαστογράφησή της από τους Ουκρανούς «νεοναζί».

Αν δεν το καταλάβατε το σκηνικό θύμιζε τις προδικτατορικές αντισυγκεντρώσεις των «εθνικοφρόνων». Η λογική των τραμπούκων είναι η ίδια, ανεξαρτήτως χρώματος. Δεν σου επιτρέπουν να εκφράζεσαι, δεν σου επιτρέπουν να υπάρχεις, αν δεν συμφωνούν με τις θέσεις σου. Αν δεν υπακούσεις έρχονται τα ΚΝΑΤ. Τελικά, τα πάντα ανάγονται στην άσκηση φυσικής βίας, ίδιον των κάθε λογής ταγμάτων εφόδου. Την επόμενη φορά οι Ουκρανοί της Μάνδρας θα το σκεφτούν πολύ αν θα ξανατιμήσουν τους 6.000.000 νεκρούς τους.

Το ΚΚΕ έκανε για μια ακόμα φορά τη δουλίτσα του.

Το να καταγγέλλουμε τις πρακτικές του μια δράκα ανθρώπων στο Διαδίκτυο πιο πολύ μοιάζει με ψυχοθεραπεία, στον βαθμό που όλα τα λοιπά κόμματα και η κυβέρνηση σφυρίζουν αδιάφορα στις ασύδοτες πρακτικές των ερυθροτραμπούκων. Μάλιστα κάποιοι από την άλλη πλευρά, μέχρι πρότινος θαύμαζαν την οργανωτική αρτιότητα του ΚΚΕ και την είχαν ως πρότυπο. Είναι κουραστικό να επαναλαμβάνουμε τα ίδια και τα ίδια, καθώς τελικά μιλούμε και ακουγόμαστε μεταξύ μας.

Με τους τραμπουκισμούς στη Μάνδρα σε βάρος των Ουκρανών το ΚΚΕ συνέχισε την ένδοξη πρακτική των αντισυγκεντρώσεων. Πρόχειρα μου έρχεται στο μυαλό ο άγριος ξυλοδαρμός Βορειοηπειρωτών στην Ιατρική Σχολή Αθηνών, στου Γουδή, στο μακρινό 1989, όταν πήγαν να ακούσουν την ομιλία του Μητροπολίτη Κονίτσης Σεβαστιανού. Δράστες οι νεολαίοι της ΚΝΕ. Διαχρονικά τραμπούκοι.

Τελικά, τι έμεινε από τα χθεσινά επεισόδια στη Μάνδρα; Άφησαν κάποιο ίχνος στην επικαιρότητα; Προβλημάτισαν την κοινή γνώμη; Τις απαντήσεις τις αφήνω στον αναγνώστη.

Φυσικά ουδείς συγκινήθηκε. Ούτε κάποιοι «δημοκράτες» του ΠΑΣΟΚ που έκαναν μέχρι ερώτηση στην Βουλή για τις… «γιορτές μίσους» στο Γράμμο!…

Ουαί υμίν υποκριτές και Φαρισαίοι







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου